Η Παναγία “τρέχει” να Βοηθήσει σε κάθε άνθρωπο
Ένα συγκλονιστικό περιστατικό που αποδεικνύει την προστασία και την προνοητικότητα της Παναγίας προς έναν λαϊκό που ζούσε στο Περιβόλι Της, τον γέρο-Κώστα, που αρρώστησε και αντιμετώπισε τον κίνδυνο του θανάτου λόγω της γρίπης.
Η παρουσία μιας μαυροφόρας Κυρίας, η οποία φρόντισε για την επιβίωσή του, ερμηνεύεται ως η παρουσία και η επιμέλεια της Παναγίας.
Παρακάτω αποτυπώνεται η πίστη και η ανθρωπιά, αλλά και η σχέση των λαϊκών με την πνευματική προστασία και την πίστη σε θεϊκή παρέμβαση σε κρίσιμες στιγμές.
Δείτε αναλυτικά:
Αλλά και οι λαϊκοί πού μένουνε στο Άγιον Όρος παίρνουνε μία χάρη, παρ’ ότι πολλές φορές βλέπουμε ότι δεν έχουνε και βίο σωστό και πολλές φορές ίσως μας σκανδαλίζουν.
Μερικοί λένε: «τι τους θέλουμε αυτούς τους κοσμικούς εδώ πέρα και δεν τους βγάζει έξω ή Ιερά Κοινότης».
Σε παλαιότερη εποχή, απ’ ότι μας λέει ο παπά-Ακάκιος των Παχωμαίων πού είναι μεγαλύτερος, αποφάσισε ή Ιερά Κοινότης να τους μαζέψει όλους αυτούς -εμείς τους λέγαμε «ζεύγαλους» ή «καβιώτες»- και να τους βγάλει έξω, να τους κάνη εξορία από το Άγιον Όρος, διότι οι περισσότεροι από αυτούς μεθούσανε, πέφτανε στους δρόμους, ζούσαν άσωτη ζωή.
Τότε υπήρχαν τα καράβια τα μεγάλα, όπως το «Γεώργιος Φ», πού ερχότανε από Θεσσαλονίκη και πήγαινε Καβάλα, και κάθε δεκαπενθήμερο περνούσε από την Δάφνη. Αυτή ήταν ή συγκοινωνία του Αγίου Όρους.
Όταν τους μαζέψανε εκεί στην Δάφνη, είπαν: «Μια πού είναι τώρα μαζεμένοι όλοι -ίσως να ήταν καμιά πενηνταριά άτομα- να τους βγάλουμε μία φωτογραφία, έτσι για ανάμνηση, για την ιστορία, να τους έχουμε».
Όταν έβγαλαν την φωτογραφία και εμφανίσανε την πλάκα, είδανε επάνω απ’ όλους αυτούς τους «ζεύγαλους» την Παναγία μας να τους σκεπάζει. Παρουσιάστηκε ή Παναγία στην πλάκα, οπότε αποφάσισαν οι πατέρες να μη τους διώξουν: «Αφού ή Παναγία μας τους σκεπάζει, ποιοι είμαστε εμείς πού θα τους διώξουμε;».
Γνωρίσαμε έναν απ’ αυτούς, πού τον έλεγαν γέρο-Κώστα, ο όποιος έμενε στο Μπουραζέρι, πριν να πάνε ακόμα εκεί οι πατέρες, όταν ήταν λίγοι Ρώσοι.
Είχανε εξώσπιτα απ΄ έξω και ζούσανε κάποιοι απ’ αυτούς τους «ζεύγαλους»· Σ’ ένα καλυβάκι εκεί ζούσε και ο γέρο-Κώστας.
Έναν βαρύ χειμώνα είχε πέσει πολύ χιόνι και ο γέρο-Κώστας αρρώστησε από γρίπη. Είχε πέσει 60-70 πόντους χιόνι και δεν μπορούσε κανείς να πάει να τον δη. Όταν έλιωσε το χιόνι, πήγαν οι άλλοι λαϊκοί, οι «ζεύγαλοι», εκεί να τον δουν, και του λένε:
«Γέρο-Κώστα πώς τα πέρασες με το χιόνι; Ποιος σου έφερνε ψωμί εδώ πέρα; Είχες τρόφιμα να περάσης;».
«Είχα αρρωστήσει, παιδιά, πολύ άσχημα και θα πέθαινα από γρίπη, αλλά μία μαυροφόρα κυρία ερχότανε, άναβε την σόμπα μου και μ’ έκανε και τσάι. Μου ‘δινε και παξιμάδι και έτσι πέρασα αυτή την κρίση. Αλλιώς θα πέθαινα, θα ήμουν πεθαμένος».
Τον υπηρετούσε ή Παναγία και αυτός το θεωρούσε τόσο φυσιολογικό…