«Θα ήθελα να πώ δύο λόγια για την μυστική ανάγνωση των ευχών της αγίας Αναφοράς, αλλά και άλλων ευχών της Θείας Λειτουργίας.
Το θέμα ανακινείται συχνά σε θεολογικές και λειτουργικές συζητήσεις, είτε γραπτώς σε άρθρα, είτε προφορικώς σε ομιλίες και εισηγήσεις σε Συνέδρια.
Και η μέν συζήτηση δεν θα ενοχλούσε, ως καλοπροαίρετη ενασχόληση με το θεολογικό περιεχόμενο των ευχών, στην πράξη όμως δημιουργεί μία αταξία, για να μην πώ σύγχυση, όχι απλώς ως προς τη λατρεία, αλλά ως λανθασμένη προσέγγιση του μυστηρίου.
Η θεία Ευχαριστία ούτε ακρόαμα είναι, ούτε θέαμα, ούτε θεατρικό δρώμενο. Μπορεί φαινομενικά να δείχνει ότι έχει αυτά τα στοιχεία, αλλά κανένα από αυτά δεν την προσδιορίζει.
Είναι πράξη. Και μάλιστα είναι μυστηριακή πράξη, αφού ενεργείται με την παρουσία και διά της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος.
Δεν είναι δυνατόν να προσεγγίσουμε, πολύ περισσότερο να κατανοήσουμε το περιεχόμενο αυτής της ιερής πράξης. Μόνον να την ζήσουμε έχουμε τη δυνατότητα, και αυτό με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
Γι’ αυτό και από τα αρχαία χρόνια το καθαυτό μυστικό στοιχείο της θείας ιερουργίας φυλασσόταν, όχι μόνον από τους αμύητους, αλλά και από τους ατελείς ως προς την πίστη, ακόμη και από όσους δεν λάμβαναν μέρος στη θεία Κοινωνία, δηλαδή από τους μετανοούντες όπως τους ονόμαζαν, οι οποίοι παρέμεναν στο Νάρθηκα του ναού.
Τα κείμενα αυτά τα έλεγαν και τα άκουγαν μόνον όσοι είχαν τη δωρεά της χειροτονίας, δηλαδή οι ιερείς.
Θέλω να πώ ότι ο μυστικός χαρακτήρας αυτών των ευχών της θείας Λειτουργίας, ιδιαίτερα της θείας Ευχαριστίας, κατά την οποία συντελείται ο καθαγιασμός των τιμίων δώρων, ήταν πάντοτε ουσιώδες στοιχείο της λειτουργικής παράδοσης. Το μαρτυρούν αρκετά κείμενα Πατέρων της Εκκλησίας.
Είναι αλήθεια ότι κατά τα μέσα του έκτου αιώνα, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός επεχείρησε να ανατρέψει αυτή την παράδοση, με μία από τις λεγόμενες «Νεαρές», όπως λέγονταν τα άρθρα της νομοθεσίας που κατάρτισε.
Αλλά ο νόμος δεν ίσχυσε για πολύ, γιατί το πλήρωμα της Εκκλησίας επέστρεψε στα πρό της Νεαράς ισχύοντα.
Οι μέχρι και τον 18ο αιώνα κατά καιρούς υπομνήσεις που υπάρχουν σε πατερικά κείμενα για μυστική ανάγνωση των ευχών, δείχνει ασφαλώς ότι εμφανίζονταν περιπτώσεις αντίθετης πρακτικής, αλλά πάντως ποτέ δεν παγιώθηκαν.
Οι πιό ανησυχητικές όμως περιπτώσεις απόπειρας καταργήσεως της μυστικής αναγνώσεως των ευχών εμφανίστηκαν από το 18ο αιώνα καίμετά, και μάλιστα ως πρακτική στις Εκκλησίες των Ουνιτών. Έχουν προηγηθεί οι απαιτήσεις μιάς λογικοκρατούμενης κατανοήσεως των μυστηρίων που αναπτύχθηκαν σε προτεσταντικά περιβάλλοντα.
Πάντως, από τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται απαιτήσεις εκφωνήσεως των μυστικών ευχών σε κύκλους θρησκευτικών οργανώσεων, φαινόμενο που απετέλεσε κύρια πρακτική όλων σχεδόν των θρησκευτικών οργανώσεων που εμφανίστηκαν από τις αρχές του 20ου αιώνα και έπειτα.
Αλήθεια, τι θα σήμαινε μία κατάργηση της μυστικότητας των ευχών; Όσοι γνωρίζουν το περιεχόμενό τους, όσοι τις μελετούν, αντλούν θεολογικό λόγο εξαιρετικής πυκνότητας και ακρίβειας.
Δεν θα ήταν επωφελέστερο, διερωτώνται αρκετοί, να μπορεί το πλήρωμα των πιστών να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στη θεία Λειτουργία, ακούγοντας αυτές τις ευχές;
Και επίσης, κανένας δεν αμφισβητεί ότι η θεία Λειτουργία είναι πράξη κλήρου και λαού. Δεν πρέπει ο λαός να γνωρίζει σε ποιές προτάσεις καλείται να πει το «Αμήν»;
Ενστάσεις και ερωτήματα εκ πρώτης όψεως εύλογα. Άλλωστε, ο ίδιος ο απόστολος Παύλος συνιστά στους Κορινθίους να γνωρίζουν οι πιστοί σε ποιά πρόταση απαντούν με το «Αμήν» (βλ. Α´ Κορ. ιδ´ 16).
Όμως, εδώ δεν πρόκειται για κείμενα, όπως είπα και παραπάνω, λογικού περιεχομένου, αλλά μυσταγωγικού. Η διαφορά είναι σημαντική.
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, προσεγγίζοντας αυτή τη μυσταγωγική διάσταση του περιεχομένου της θείας Λειτουργίας, έγραψε ένα από τα εξοχότερα κείμενα ερμηνείας της, το έργο που φέρει τον τίτλο Μυσταγωγία, στο οποίο, ενώ προσεγγίζει βήμα βήμα όλα τα τεκταινόμενα και λεγόμενα της θείας Λειτουργίας, δεν αγγίζει το τμήμα της αγίας Αναφοράς.
Είχε συνείδηση ότι, επειδή δεν είχε χειροτονία ιερωσύνης δεν έπρεπε να προσεγγίσει και να κοινοποιήσει το περιεχόμενό της, ώστε μηδένα μαθείν την αγίαν αναφοράν, μη έχοντα χειροτονίαν (Λειμωνάριον, PG 87, 2872).
Ξαναλέω: η διαφορά ανάμεσα στη λογική και στη μυσταγωγική σχέση με τα κείμενα της θείας Λειτουργίας είναι σημαντική. Η άγνοια αυτής της διαφοράς μετατρέπει τη θεία Λειτουργία σε απλή θρησκευτική πράξη και τήςαφαιρεί το υπερουράνιο περιεχόμενο που έχει ως παρουσία της Βασιλείας του Θεού.
Στη θεία Λειτουργία δεν επεξεργαζόμαστε έννοιες η ιδεολογήματα, αλλά ψηλαφούμε θαύμα. Είναι υπεραρκετές οι εκφωνούμενες νύξεις στο διάλογο διακόνου η ιερέα και λαού, ώστε ο λαός να καταθέτει τη συμμετοχή του με το «Αμήν».
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, πρέπει «σιωπή τιμάσθαι τα άγια και μυστικώς τα μυστικά φθέγγεσθαι και αγίως τα άγια» (Λόγος κζ´, ε´, ΒΕΠΕΣ 59, 215).
[«ΕΙΣ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ» – Προσεγγίσεις στη Θεία Λειτουργία», του Δημήτρη Μαυροπούλου, Εκδόσεις «Δόμος», Αθήναι, 2013 σελ. 149-151]