Ζητούσα βοήθεια τους Αρχαγγέλους, και μόλις λαλήσανε οι πετεινοί, εξαφανίστηκαν τα πάντα…

511

Διηγείται ο π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης στο ομώνυμο βιβλίο που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του ( 1975 ).

«Λειτουργούσα σχεδόν κάθε μέρα στους Ταξιάρχες. Ένα βράδυ κατά τις 12 με 1 , που έκανα την συνηθισμένη μου ακολουθία, ακούω φωνές, τραγούδια, χορό, κλαρίνα. Έξω είχε χιόνι πολύ, κρύο και παγωνιά. Βγαίνω έξω και τι να δω ! Οι σαταναραίοι κάνανε γάμο…Έβαλα τα γέλια και τους σταύρωσα λέγοντας : » Συντριβήτωσαν πάσαι αι ενάντιαι δυνάμεις υπό την σημείωσιν του Τιμίου Σου Σταυρού, Χριστέ μου » και έγιναν όλοι άφαντοι…

Άλλοτε πάλι όταν λειτουργούσα, ακούω έξω θορύβους και φασαρία. Βγαίνω και βλέπω ότι χτίζανε πολυκατοικία. Άλλος είχε μυστρί, άλλος φτυάρι, κλπ τους σταύρωσα και εξαφανίστηκαν τα πάντα.

Γύριζα ένα βράδυ 4 η ώρα στο σπίτι. Βλέπω στον δρόμο δυό να μαλώνουνε, Τους λέγω: Ε, σείς, τι έχετε να μοιράσετε και μαλώνετε; Τους σταυρώνω και ξαφνικά γίνονται άφαντοι…
Μια άλλη φορά γύριζα βράδυ στο σπίτι με χιόνι. Μου παρουσιάστηκε ο πονηρός σαν γουρούνι. Διαλύθηκε όμως σαν καπνός, μόλις έκανα το σημείο του Σταυρού…

Ένα βράδυ καθώς διάβαζα τους χαιρετισμούς της Παναγίας μου παρουσιάσθηκε σαν σκύλος και προσπαθούσε να περάσει μέσα από τα πόδια μου… Δεν άφησε όμως η Παναγία μας. Ποιος ξέρει άραγε, σε τι πειρασμούς ήθελε να με ρίξει !..

Ένα άλλο βράδυ ξύπνησα κατά τις 1 η ώρα και πήγαινα στους Ταξιάρχες για να προσευχηθώ. Καθώς προχωρούσα, βλέπω στον δρόμο έναν ψηλό μαύρο, με κάτι χερούκλες έτοιμος να με πνίξει. Με είχε πιάσει από τον λαιμό. Επικαλέσθηκα αμέσως τους Ταξιάρχες, έκανα τον Σταυρό μου και εξαφανίσθηκε…

Μια άλλη φορά, ήταν καλοκαίρι, με καλέσανε στο χωριό Κούρσοβο για μια κηδεία. Όταν γύριζα στο χωριό μου, στον δρόμο με πετροβολούσαν οι σατανάδες. Θέλανε να με σκοτώσουν. Άρχισα να λέω τους χαιρετισμούς της Παναγίας και διαλύθηκαν σαν μαύρος καπνός…

Μια μέρα γύριζα από το χωράφι μου και περνώντας έξω από το Εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, βλέπω στον δρόμο έναν σατανά ξαπλωμένο ! Τον ρωτάω, τι κάνεις εσύ εδώ; και μου λέει » Εγώ κάθομαι εδώ, για να μη αφήσω κανένα να κάνει τον σταυρό του…»

Ένα απόγευμα περνούσα από την πλατεία του χωριού μου, πηγαίνοντας στο σπίτι μου. Βλέπω στο καφενείο πολλούς άνδρες, άλλοι πίνανε κρασί, και άλλοι χαρτοπαίζανε. Οι σατανάδες ήταν γύρω – γύρω, πάνω στα κεφάλια τους, σε έναν μάλιστα ήταν σαν αρκούδα! Αυτοί δεν τους βλέπανε…

Κάποτε όταν λειτουργούσα την νύκτα, μπήκαν μέσα στην Εκκλησία και άρχισαν να αναποδογυρίζουν τις καρέκλες.

Ο δε αρχισατανάς μπήκε στο ιερό, έκλεισε το παραθυράκι, και μ΄ έπιασε από τον λαιμό να με πνίξει. Εγώ ζητούσα σε βοήθεια τους Αρχαγγέλους, και μόλις λαλήσανε οι πετεινοί, εξαφανίστηκαν τα πάντα…

Μόνο με προσευχή και νηστεία φεύγει το γένος αυτό. Αν σε δεί δειλό σε κάνει ότι θέλει…
Τις σκέψεις μας δεν τις γνωρίζει. Γνωρίζει μόνον όσες σκέψεις μας βάζει ο ίδιος στο μυαλό μας, και όσα ακούει στις συζητήσεις μας να λέμε…

Κάποτε είχα γράψει τις αμαρτίες μου σ΄ ένα χαρτάκι για να τις εξομολογηθώ. Έχασα το χαρτί μπροστά στα μάτια μου. Το έψαχνα για πολύ καιρό και κατάλαβα ότι αυτός μου το πήρε. Μετά από πολύ καιρό ήλθε και μου το έδειξε.Το κρατάει ! Δεν τον φοβάμαι όμως γιατί θυμήθηκα τις αμαρτίες μου, τις εξομολογήθηκα, και είμαι τακτοποιημένος !…

Ο σατανάς εναντιώνεται σε κάθε χριστιανό που ειλικρινά αγωνίζεται. Δεν πρέπει όμως να τον φοβόμαστε. Καπνός είναι. Δεν έχουν εξουσία στους ανθρώπους.

Επιτρέπει ο Θεός τους πειρασμούς για να δοκιμάζει την πίστη των ανθρώπων. Παίρνουν πάντα την άδεια του Θεού για να πειράξουν τον άνθρωπο, και μέχρι προκαθορισμένου σημείου…