Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα του Σαββάτου 28 Σεπτεμβρίου 2024
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 17 – 26
17 Και εγένετο εν μια των ημερών και αυτός ην διδάσκων, και ήσαν καθήμενοι Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι οί ήσαν εληλυθότες εκ πάσης κώμης της Γαλιλαίας και Ιουδαίας και Ιερουσαλήμ· και δύναμις Κυρίου ην εις το ιάσθαι αυτούς.
18 και ιδού άνδρες φέροντες επί κλίνης άνθρωπον ός ην παραλελυμένος, και εζήτουν αυτόν εισενεγκείν και θείναι ενώπιον αυτού. 19 και μη ευρόντες ποίας εισενέγκωσιν αυτόν διά τον όχλον, αναβάντες επί το δώμα διά των κεράμων καθήκαν αυτόν σύν τώ κλινιδίω εις το μέσον έμπροσθεν του Ιησού. 20 και ιδών την πίστιν αυτών είπεν αυτώ· Άνθρωπε, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου.
21 και ήρξαντο διαλογίζεσθαι οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι λέγοντες· Τίς εστιν ούτος ός λαλεί βλασφημίας; τίς δύναται αφιέναι αμαρτίας ει μη μόνος ο Θεός; 22 επιγνούς δε ο Ιησούς τους διαλογισμούς αυτών αποκριθείς είπε προς αυτούς· Τί διαλογίζεσθε εν ταις καρδίαις υμών;
23 τί εστιν ευκοπώτερον, ειπείν, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου, η ειπείν, έγειρε και περιπάτει; 24 ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου επί της γης αφιέναι αμαρτίας – είπε τώ παραλελυμένω· Σοί λέγω, έγειρε και άρας το κλινίδιόν σου πορεύου εις τον οίκόν σου.
25 και παραχρήμα αναστάς ενώπιον αυτών, άρας εφ’ ο κατέκειτο απήλθεν εις τον οίκον αυτού δοξάζων τον Θεόν. 26 και έκστασις έλαβεν άπαντας και εδόξαζον τον Θεόν, και επλήσθησαν φόβου λέγοντες ότι Είδομεν παράδοξα σήμερον.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 17 – 26
17 Και συνέβη κατά μίαν από τας ημέρας εκείνας, και αυτός εδίδασκε. Και εκάθηντο εκεί Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι, οι οποίοι είχαν έλθει από κάθε χωρίον της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας και από την Ιερουσαλήμ. Και εις τον Ιησούν υπήρχε πάντοτε και ενήργει διαρκώς δύναμις Κυρίου, διά να θεραπεύη θαυματουργικώς τα πλήθη των αρρώστων.
18 Και ιδού μερικοί άνδρες έφεραν επάνω εις κρεββάτι κάποιον άνθρωπον, ο οποίος ήτο παραλυμένος, και εζήτουν να εμβάσουν αυτόν μέσα εις το σπίτι και να τον βάλουν εμπρός του. 19 Και επειδή λόγω της κοσμοπλημμύρας δεν εύρον από ποίαν είσοδον να τον εμβάσουν μέσα, ανέβησαν εις το ηλιακωτόν του σπιτιού και μέσα από τα κεραμίδια, αφού έβγαλαν μερικά, κατέβασαν αυτόν μαζί με το μικρόν κρεββάτι του εις το μέσον, εμπρός εις τον Ιησούν.
20 Και όταν είδεν ο Ιησούς την πίστιν και αυτού και εκείνων που τον έφεραν, είπεν εις αυτόν· Βασανισμένε άνθρωπε, φοβείσαι, πως θα διατεθώ έναντι της αμαρτωλής σου καταστάσεως, διά την οποίαν σε έρριψε την στιγμήν αυτήν εις ανησυχίαν η συνείδησίς σου. Βεβαιώθητι, λοιπόν, ότι έχουν συγχωρηθή αι αμαρτίαι σου. 21 Και ήρχισαν να σκέπτωνται μέσα των οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, και να λέγουν· Ποίος είναι αυτός, που τολμά να λέγη βλασφημίας; Ποίος άλλος έχει δύναμιν και εξουσίαν να συγχωρή αμαρτίας παρά μόνον ο Θεός; Πως λοιπόν σφετερίζεται ούτος ασεβώς την εξουσίαν αυτήν του Θεού;
22 Ο Ιησούς όμως διά της υπερφυσικής του γνώσεως αντελήφθη επακριβώς και εξ ολοκλήρου τους αποκρύφους διαλογισμούς των και αποκριθείς τους είπε· Τί συλλογίζεσθε μέσα εις τας καρδίας σας; Ηξεύρω, τί σκέπτεσθε και απαντώ εις τας σκέψεις σας αυτάς. 23 Τί είναι ευκολώτερον από τα δύο, να είπη κανείς εις τον άνθρωπον αυτόν, σου είναι συγχωρημέναι αι αμαρτίαι σου, η να του είπη, σήκω όρθιος και περιπάτει; Σείς θεωρείτε δυσκολώτερον την θεραπείαν του ασθενούς.
24 Διά να μάθετε λοιπόν, ότι ο υιός του ανθρώπου, ο Μεσσίας, ο τέλειος εκπρόσωπος της ανθρωπότητος, που θα έλθη κατά την συντέλειαν επί νεφελών, διά να κρίνη τον κόσμον, έχει εξουσίαν επί της γης να συγχωρή αμαρτίας, είπεν εις τον παραλυμένον· Εις σε ομιλώ· σήκω όρθιος και πάρε το κρεββατάκι σου και πήγαινε εις το σπίτι σου. 25 Και αμέσως αφού εσηκώθη εμπρός των, επήρε το κρεββάτι, επί του οποίου ήτο εξαπλωμένος, και επήγεν εις το σπίτι του δοξάζων τον Θεόν, ο οποίος του έδωκε την υγείαν του.
26 Και κατέλαβεν όλους βαθύς θαυμασμός και εδόξαζαν τον Θεόν, που τους εχάρισεν ένα τέτοιον θαυματουργόν. Και εκυριεύθησαν από φόβον διά την παρουσίαν μιάς τόσον υπερφυσικής δυνάμεως και έλεγαν, ότι είδαμεν σήμερον πράγματα παράδοξα και πρωτοφανή.