Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 16 Ιουνίου 2024

1261

Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής 16 Ιουνίου 2024

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΖ´ 1 – 13

1 Ταύτα ελάλησεν Ιησούς, και επήρε τους οφθαλμούς αυτού εις τον ουρανόν και είπε· Πάτερ, ελήλυθεν η ώρα· δόξασόν σου τον υιόν, ίνα και ο υιός σου δοξάση σέ,

2 καθώς έδωκας αυτώ εξουσίαν πάσης σαρκός, ίνα πάν ο δέδωκας αυτώ δώση αυτοίς ζωήν αιώνιον. 3 αύτη δέ εστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσιν σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και όν απέστειλας Ιησούν Χριστόν. 4 εγώ σε εδόξασα επί της γής, το έργον ετελειώσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω· 5 και νύν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρά σεαυτώ τη δόξη η είχον πρό του τον κόσμον είναι παρά σοί.

6 Εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις ούς δέδωκάς μοι εκ του κόσμου. σοί ήσαν και εμοί αυτούς δέδωκας, και τον λόγον σου τετηρήκασι. 7 νύν έγνωκαν ότι πάντα όσα δέδωκάς μοι παρά σου εισιν· 8 ότι τα ῥήματα ά έδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, και αυτοί έλαβον και έγνωσαν αληθώς ότι παρά σου εξήλθον, και επίστευσαν ότι σύ με απέστειλας.

9 εγώ περί αυτών ερωτώ· ου περί του κόσμου ερωτώ αλλά περί ών δέδωκάς μοι, ότι σοί εισι, 10 και τα εμά πάντα σά εστιν και τα σά εμά, και δεδόξασμαι εν αυτοίς. 11 και ουκέτι ειμί εν τώ κόσμω, και αυτοί εν τώ κόσμω εισί, και εγώ προς σε έρχομαι. Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τώ ονόματί σου ούς δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς.

12 ότε ήμην μετ’ αυτών εν τώ κόσμω, εγώ ετήρουν αυτούς εν τώ ονόματί σου ούς δέδωκάς μοι εφύλαξα, και ουδείς εξ αυτών απώλετο ει μη ο υιός της απωλείας, ίνα η γραφή πληρωθή. 13 νύν δε προς σε έρχομαι, και ταύτα λαλώ εν τώ κόσμω ίνα έχωσι την χαράν την εμήν πεπληρωμένην εν αυτοίς.

Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΖ´ 1 – 13

1 Αυτά ωμίλησεν ο Ιησούς προς τους μαθητάς του. Και έπειτα εσήκωσε τα μάτια του εις τον ουρανόν και είπε· Πάτερ, ήλθεν η ώρα, την οποίαν η σοφία σου ώρισε διά να πάθω και θυσιασθώ κατ’ αυτήν. Δέχθητι την θυσίαν του παθήματός μου και δόξασε τον Υιόν σου και κατά την ανθρωπίνην φύσιν αυτού, διά να σε δοξάση και ο Υιός σου διά της απολυτρώσεως και της σωτηρίας των ανθρώπων, η οποία θα αχθή εις πέρας διά της θυσίας του ταύτης και της μετ’ αυτής αιωνίας αρχιερατικής μεσιτείας του.

2 Δόξασε τον Υιόν σου σύμφωνα με την εξουσίαν, που του έδωκες επί όλης της ανθρωπότητος, διά να δώση ως αιώνιος αρχιερεύς εις τα δεξιά σου καθήμενος εις όλον το πλήθος εκείνο που του έδωκες, και οι οποίοι επίστευσαν εις αυτόν, ζωήν αιώνιον. 3 Αυτή δε είναι η αιώνιος ζωή, το να προάγωνται συνεχώς διά της ζώσης επικοινωνίας μετά σου και της απολαύσεως των απείρων τελειοτήτων σου εις την γνώσιν Σου του μόνου αληθινού Θεού και του Ιησού Χριστού, τον οποίον απέστειλας εις τον κόσμον.

4 Εγώ εγνωστοποίησα το όνομά σου εις τους ανθρώπους και υπήκουσα τελείως εις το θέλημά σου, έτσι δε σε εδόξασα επί της γής, και διά της θυσίας μου, την οποίαν θα προσφέρω μετ’ ολίγον επί του σταυρού, έφερα εις τέλειον πέρας το έργον, που μού έδωκες διά να επιτελέσω. 5 Και τώρα, ότε η επί γης αποστολή μου ήλθεν εις πέρας, ανάδειξόν με διά της αναστάσεως και αναλήψεώς μου αιώνιον αρχιερέα και δόξασέ με και ως άνθρωπον σύ, Πάτερ, πλησίον σου, με την δόξαν την οποίαν είχον κοντά σου, προτού να δημιουργηθή ο κόσμος.

6 Εφανέρωσα το όνομά σου και έκαμα γνωστάς τας απείρους τελειότητάς σου εις τους ανθρώπους, τους οποίους απέσπασες από τους κόλπους του κόσμου και τους έδωκες εις εμέ. Η πρόθεσίς των ήτο αγαθή και ως εκ τούτου ήσαν ιδικοί σου. Και σύ έδωκες αυτούς εις εμέ, και ετήρησαν τον λόγον σου, τον οποίον απεκάλυψα εις αυτούς. 7 Τώρα έμαθαν τελειότερον και επείσθησαν, ότι η διδασκαλία μου και τα έργα μου και όλα εν γένει όσα μού έδωκες, προέρχονται από σέ.

8 Απόδειξις δε του ότι έλαβαν την πληροφορίαν και γνώσιν αυτήν, είναι το ότι παρέδωκα με την διδασκαλίαν μου εις αυτούς τους λόγους, τους οποίους μού έδωκες διά να αποκαλύψω εις τους ανθρώπους, και αυτοί τους παρέλαβον και τους απεδέχθησαν. Και εσχημάτισαν εν αληθεία την πεποίθησιν, ότι εγεννήθην και εβγήκα από τους κόλπους σου και επίστευσαν, ότι σύ με απέστειλας εις τον κόσμον.

9 Εγώ, που τόσον ειργάσθην διά να τους οδηγήσω εις την αληθή αυτήν γνώσιν και πίστιν, σε παρακαλώ ως μέγας αρχιερεύς και μεσίτης δι’ αυτούς· δεν σε παρακαλώ την στιγμήν αυτήν διά τον κόσμον της απιστίας και της αμαρτίας, αλλά σε παρακαλώ υπέρ εκείνων, τους οποίους μού έδωκες, διότι μολονότι μού τους έδωκες, δεν παύουν να είναι ιδικοί σου. 10 Και όλα όσα ανήκουν εις εμέ, ειναι ιδικά σου, καθώς και τα ιδικά σου είναι ιδικά μου. Και αυτοί λοιπόν ιδικοί σου ήσαν και έγιναν ιδικοί μου, αλλά και ως ιδικοί μου εξακολουθούν να είναι ιδικοί σου. Και έχω δοξασθή δι’ αυτών, διότι ανεγνώρισαν την θείαν μου φύσιν και επίστευσαν εις εμέ.

11 Και δεν θα είμαι πλέον όπως μέχρι τούδε εν τώ κόσμω διά της σωματικής μου παρουσίας, διά να τους ενθαρρύνω και ενισχύω δι’ αυτής. Αυτοί όμως θα είναι εν τώ κόσμω, διότι δεν επετέλεσαν ακόμη την αποστολήν των. Και εγώ έρχομαι προς σέ. Πάτερ άγιε, φύλαξέ τους διά της πατρικής προστασίας και δυνάμεώς σου, την οποίαν έδωκες και εις εμέ, ώστε να παραμείνουν ενωμένοι μετ’ εμού και μεταξύ των και να είναι διά της αγάπης και της ομοφροσύνης ένα ηθικόν σώμα, όπως είμεθα ένα ημείς, που έχομεν την αυτήν ουσίαν και φύσιν.

12 Όταν ήμουν μαζί τους εις τον κόσμον, εγώ εφύλαττα αυτούς διά της πατρικής και ισχυράς προστασίας σου. Αυτούς που μού έδωκες, τους εφύλαξα και κανείς από αυτούς δεν εχάθη παρά μόνον ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος εχάθη διά να πληρωθούν και επαληθεύσουν αι προφητείαι της Γραφής.

13 Τώρα όμως έρχομαι προς σέ. Και με φωνήν ακουομένην και από αυτούς λέγω ταύτα, ενώ ευρίσκομαι ακόμη εις τον κόσμον αυτόν, ώστε με την πεποίθησιν ότι σύ πλέον θα προστατεύης αυτούς να έχουν και αυτοί μέσα τους τελείαν την χαράν, που αισθάνομαι τώρα και εγώ, διότι επανέρχομαι πλησίον σου.