Η Αφθαρσία του Αγίου Γρηγορίου Ε΄: Μαρτυρία Θεϊκής Αγιοσύνης
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μαρτυρία του Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ για την αγιότητα του Αγίου Ενδόξου Ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Σεβασμιώτατος, επικεντρώνεται στην αφθαρσία του ιερού λειψάνου του Αγίου Γρηγορίου του Ε’, ως θεόθεν απόδειξη της αγιότητάς του.
Το κείμενο αποτελεί μια ισχυρή μαρτυρία, στηριγμένη σε θεολογικά επιχειρήματα, ιστορικά στοιχεία και προσωπικές μαρτυρίες.
Αναλυτικά το ανακοινωθέν της Ιεράς Μητροπόλεως:
Η θεόθεν απόδειξις της αγιότητος του Αγίου Ενδόξου Ιερομάρτυρος, Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχου Κων/πόλεως, τον οποίον η Αγιωτάτη ημών Εκκλησία, δια Συνοδικής Πράξεως Αυτής της 8ης Απριλίου 1921, ενέγραψε εις τας δέλτους των Αγίων της αμωμήτου ημών πίστεως, είναι η θαυμαστή αφθαρσία του μαρτυρικού του λειψάνου.
Η άφθαρτος και ακήρατος διατήρησις του ιερού λειψάνου του Αγίου Ενδόξου Ιερομάρτυρος, Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχου Κων/πόλεως, ο οποίος δια της αρνήσεως της αλλαξοπιστίας του και της σωτηρίας της ζωής του και δια την ομολογίαν της πίστεως και «διά τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν τούΑρνίου ην είχε», είναι η αιτία της αναγνωρίσεως, παρά της συνειδήσεως της Εκκλησίας, της αγιότητός του.
«Κληθείς από της γενεθλίου ημέρας της εις ουρανούς αναγεννήσεως του, ως ευαρεστήσας εν ζωή τώ Θεώ και “επισφαλισάμενος διά της εξόδου (θανάτου) την μαρτυρίαν του Χριστού” (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. Ε΄‘ 2, ΒΕΠ, [Θ΄ σ. 321], “ Άγιος ” και “ Ιερομάρτυς ”, δύναται ως ευρισκόμενος εν τη Θριαμβευούση Εκκλησία “υποκάτω του θυσιαστηρίου” να πρεσβεύη υπέρ της στρατευομένης τοιαύτης, κατά τους λόγους της Γραφής “αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει» (Ιω. 9′ 3), «Πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη» (Ιακ. 5‘ 16. πρβλ. και Ρωμ. 15′ 30, Β΄ Κορ. 11, Εφεσ. 6, 18-19, Κολ. 4‘ 3 κλπ.) και την πίστιν των Πατέρων “Δέχομαι τους άγιους αποστόλους, προφήτας και μάρτυρας και εις την προς Θεόν ικεσίαν τούτους επικαλούμαι, του δι’ αυτών, ήγουν διά της μεσιτείας αυτών, ίλεών μοι γενέσθαι τον φιλάνθρωπον Θεόν”(Μεγ. Βασιλείου, έπιστολή τξ΄, PG 32,1100).
Ούτω κατά τον επιτάφιον προς τον Πατριάρχην λόγον του (19 Ιουνίου 1821) ο σοφός κληρικός Κωνσταντίνος Οικονόμος οεξ Οικονόμων έλεγε: “Πολλαί πόλεις και χώραι και πρώην ευλογήθησαν, εκλεχθείσαι θεόθεν εις ξένων αγίων λειψάνων οικητήρια. Τας Λιπάρας εδιάλεξεν εις πρόσκαιρον κατοικίαν του ιερού αυτού λειψάνου ο απόστολος Βαρνάβας. Εις την νήσον των Κορυφών διεύθυνε τας τρίβους αυτού διά θαλάσσης ο θεοφόρος Άγιος Σπυρίδων. Και ο ιερός Γρηγόριος εξελέξατoτήν Οδησσόν… Δοξάζου, λοιπόν, αείμνηστε Γρηγόριε, και εις την γήν, καθώς και εις τους ουρανούς. Αναπαύου το μέν ιερόν σου λείψανον εις την Οδησσόν, την δ’ αγίαν σου ψυχήν εις την βασιλείαν των ουρανών. Εκεί μετά του πατριάρχου Αβραάμ και πάντων των Αγίων ιεραρχών, εκεί έμπροσθεν εις τον θρόνον του Αρνίου, ενδεδυμένος την λευκήν της αθωότητος στολήν, την οποίαν ελεύκανας διά του αίματος του Αρνίου και αίματος του μαρτυρίου σου, κράτει τον φοίνικα της νίκης και δοξολόγει της δόξης τον Κύριον”. Μετά εν έτος ο ίδιος μέν κατά το μνημόσυνον (10 Απριλίου 1822) εις τον εν Οδησσώκαθεδρικόν ναόν της Μεταμορφώσεως έλεγε πάλιν: “Του αοιδίμου πατριάρχου τον νεκρόν …τόν εσεβάσθη τρία νυχθήμερα ο βυθός… και τέλος μετά μακράν ταξιδιού άπαντες είδομεν αυτόν εις την Οδησσόν σώον, ακέραιον, ως νωπόν και σύγκαιρον, όχι ως ενός μηνός νεκρόν. Και ιδού σήμερον περί τον τάφον αυτού λιτανεύοντες, την τούτου μνήμην ευκλεώς μακαρίζομεν, δοξάζοντες τον Θεόν, τον θαυμαστόν εν τοις Αγίοις αυτού”».(Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια,Τόμος Δ΄, Εκδ. Α. Μαρτίνου, Αθήνα 1964, στ. 741-742).
Διά την αλήθειαν των πραγμάτων και την καταγραφήν της ιστορίας και δια την υπέρβαση κάθε ασταθούς και κατά καιρούς εκδηλουμένης αμφισβητήσεως της αγιότητος του ανδρός, ενώπιον του Παναγίου Θεού καταθέτω την προσωπική μου εμπειρία και μαρτυρία, ως Προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Καθεδρικού Ναού των Αθηνών, ο οποίος μετέφερα τη ευλογία και αδεία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών, κυρού Σεραφείμ, το 1996 την μαρμαρόγλυπτον λάρνακα, έργο του διασήμου γλύπτου, Λαζάρου Φυτάλη, εκ του υπογείου παρεκκλησίου των Αγίων Νεομαρτύρων και σημερινού Μουσείου του Καθεδρικού Ναού των Αθηνών, εις την σημερινήν θέσιν της, εις το δεξιόν κλίτος του.
Η όλη ιερά διαδικασία ήτο επίμοχθος και εξόχως δυσχερής, διότι η ιερά λάρνακα τμηματικά έπρεπε να ανέλθει από τον υπόγειον χώρον εις τον κυρίως Ναόν διά μικρής κλίμακος και να συντεθεί και πάλιν, μετά μεγίστης προσοχής και τάξεως. Με την ευλογία του Αγίου, ολοκληρώθηκε η μεταφορά επιτυχώς και ενώπιον του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και των παρισταμένων μαρτύρων του Ιεροκήρυκος του Καθεδρικού Ναού, νυν Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κορωνείας, κ.κ. Παντελεήμονος (Καθρεπτίδη), των Αιδεσιμολογιωτάτων Πρωτοπρεσβυτέρων, Δημητρίου Νίκου, εφημερίου του Καθεδρικού Ναού των Αθηνών και Ηλία Δροσινού, τότε εφημερίου του ιδίου Ναού και νυν Προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής,οδού Ακαδημίας και του εν ουρανοίς αυλιζομένου, αοιδίμου Επισκόπου Χριστουπόλεως, κυρού Πέτρου (Δακτυλίδη), τέως Προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του ειρημένου Καθεδρικού Ναού, συνετελέσθη μετ’ αφάτου ευλαβείας και ιεράς συγκινήσεως η μετακομιδή του ιερού λειψάνου εκ της αργυροχόου λάρνακος, που προσωρινώς είχε εναποτεθεί, εις την μαρμαρόγλυπτον αρχικήν λάρνακα του Φυτάλη, που ευρίσκεται σήμερον τεθησαυρισμένον.
Η θεόθεν απόδειξις της αγιότητος του Αγίου Ενδόξου Ιερομάρτυρος, Γρηγορίου του Ε΄ διεκριβώθη από όλους εμάς, τους παρισταμένους μάρτυρας της μετακομιδής, από την συγκινητικωτάτην διαπίστωσιν της θαυμαστής αφθαρσίας του ιερού του λειψάνου, του οποίου η ακήρατος διατήρησις επί 175 χρόνια το έτος της μετακομιδής επιμαρτυρεί αδιαμφισβητήτως την κατά Θεόν αγιότητα του ανδρός, την οποίαν κανονικώ δικαιώματι και κατ’ αξίαν ανεγνώρισε και διεκήρυξε η Αυτοκέφαλος Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία στην Συνοδικήν Πράξιν της ανέφερε «τό ιερόν αυτού όνομα εν ταις μνήμαις των κηρύκων, ευαγγελιστών, μαρτύρων, ομολογητών, ιερομαρτύρων ως Αγίου εορταζομένου εν πάσι τοις ιεροίς ναοίς της ανά την Ελλάδα πάσαν Εκκλησίας, αυτή δή τη ημέρα του μαρτυρίου, τη δεκάτη δήλον ότι Απριλίου παντός έτους, εις αιώνα τον άπαντα, εις δόξαν του αγιάσαντος αυτόν ουρανίου της Εκκλησίας Νυμφίου, μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού»(ό.π. στ. 744).
Το γεγονός της αφθαρσίας του ιερού λειψάνου μας κατέπληξε όλους τους παρισταμένους κατά την μετακομιδήν του και απέδειξε την ορθότητα της αποφάσεως της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας, η οποία ως Καθολική Εκκλησία, ως όλον της πίστεως, διεκήρυξε την υπό του Θεού, δια την μαρτυρικήν του ομολογίαν και τον φρικώδη θάνατό του, υπέρ της πίστεως και του λαού του Θεού, δωρηθείσαν αυτώ αγιότητα.
Επιγραμματικώς, η άρνησις του Ιερού Γρηγορίου του Ε΄ να αλλαξοπιστήσει για να σώσει την ζωή του και ο μαρτυρικός του θάνατος καθώς και η υπό του Θεού δωρηθείσα αυτώ αφθαρσία του ιερού του λειψάνου, μετά τον βασανισμόν αυτού και μετά θάνατον, «κυλιόμενον υπό σπείρας Ιουδαίων ανά τας οδούς της Κωνσταντινουπόλεως και ριφθέν εις την θάλασσαν, παραμείναν εις το βυθόν επί τριήμερον ανεσύρθη εκ της θαλάσσης υπό του Πλοιάρχου, Ν. Σκλάβου, και μετεφέρθη εις Οδησσόν» (ό.π. στ. 740), δικαιώνει πλήρως την Κανονικήαπόφασιν περί της Αγιοκατατάξως Αυτού.
Το ιερό αυτό γεγονός κατεγράφη εις τον Κώδικα του Καθεδρικού Ναού εις μόνιμον και διηνεκή την παράστασιν.
Ο ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΑ ΑΝΩΤΕΡΩ
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ