Ο Θεός είναι φως, και δίνει τη λαμπρότητά Του σ΄ εκείνους που καθαρίζουν τη σβησμένη λαμπάδα της ψυχής τους κι’ ενώνονται με το «Θείον πυρ».
Θαύμα παράδοξο! Ο άνθρωπος να ενώνεται με τον Θεό όχι μόνο πνευματικά, αλλά και σωματικά. Άνθρωπος και Θεός να γίνονται ένα, όπως ένα είναι και το ζωντανό ανθρώπινο σώμα με την ψυχή.
Με την ένωση αυτή ο άνθρωπος γίνεται «κατά χάριν Θεός», όπως λέει ο ψαλμωδός Δαβίδ: «Εγώ είπα, θεοί εστε και υιοί Υψίστου πάντες».
Ο Χριστός βεβαίωσε: «Ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν. Εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτόν και εις το πυρ βάλλουσι. Μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν».
Πως όμως μένουμε εμείς στον Χριστό κι’ Αυτός σε μας;
Την απάντηση μας την έδωσε ο Ίδιος, όταν, λίγο πριν από το πάθος Του, προσευχήθηκε στον Πατέρα: «Συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν ώσιν…καγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν, εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσιν τετελειωμένοι εις εν…».
Αλλά και στους μαθητές Του με σαφήνεια είπε: «Πιστεύετέ μοι ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί … εγώ εν τω πατρί μου και υμείς εν εμοί καγώ εν υμίν».
Εναργέστατα είναι τα θεικά κι’ αλάθητα λόγια του Κυρίου.
Όπως ο Πατέρας είναι ενωμένος με τον Υιό Του, έτσι κι’ εμείς είμαστε ενωμένοι με τον Θεό. Και όπως ο Πατέρας μένει «κατά φύσιν εν τω Υιώ», έτσι και όσοι πίστεψαν στον Χριστό και αναγεννήθηκαν «διά Πνεύματος Αγίου», μένουν «κατά χάριν εν τω Θεώ» και ο Θεός μένει σ’ αυτούς ως «κατά χάριν υιούς» Του.
Τι θαυμαστή, θεανθρώπινη ένωση!
Η ένωση όμως Πατέρα και Υιού δεν είναι παρά ένωση άπειρης και άφατης αγάπης. Και η αγαπη του Υιού προς τον Πατέρα φανερώνεται με την «εν άκρα ταπεινώση» άρνηση του θελήματός Του και την εκπλήρωση του θελήματος του πατρός.
Αυτό ακριβώς χαρακτηρίζει πρωταρχικά την Θεία Ένωση.
Αυτό όμως πρέπει να χαρακτηρίζει και τη δική μας αγαπητική ένωση με τον Χριστό, για να είναι γνήσια: η ταπεινή εκπλήρωση του αγίου θελήματός Του, δηλαδή η τήρηση των εντολών Του. Το είπε ο ίδιος: «Εάν αγαπάτε με, τα εντολάς τας εμάς τηρήσατε…
Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστίν ο αγαπών με… Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήση αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσωμεν».
Ο Θεός έρχεται και «ποιεί μονήν παρ’ ημίν», -με άλλα λόγια: ενώνεται μαζί μας- μόνον αν Τον αγαπάμε έμπρακτα, τηρώντας το νόμο Του. Τότε ζούμε την παρουσία Του μέσα μας. Τότε πραγματοποιείται ο λόγος Του: «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστι».
Τότε προγευόμαστε τη μυστική και απερίγραπτη γλυκύτητα της βασιλείας Του, την άρρητη από το φθαρτό σώμα. Γιατί, όπως βεβαιώνει ο ίδιος, «ου πας ο λέγων μοι ‘Κύριε, Κύριε’ εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιων το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς».
Με όλα όσα είπαμε ως τώρα, δείξαμε τον ένα τρόπο ενώσεώς μας με τον Θεό: την τήρηση των εντολών Του. Υπάρχει όμως και άλλος, παράλληλος, που συμπληρώνει και ενισχύει τον πρώτο. Αυτός είναι η συχνή συμμετοχή μας στο μυστικό δείπνο Του, η μετάληψη των αχράντων μυστηρίων Του.
Ο Ίδιος ο Χριστός πάλι είπε: «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα, εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ… Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς, εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσει εις τον αιώνα…
Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, καγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα».
Για να είμαστε λοιπόν ενωμένοι με τον Κύριο και να έχουμε ζωή αιώνια, πρέπει να κοινωνούμε συχνά το Σώμα και το Αίμα Εκείνου, που είναι η Πηγή της ζωής. Αλλιώς, όχι μόνον είμαστε χωρισμένοι απ’ Αυτόν, αλλά και νεκροί: «Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε Αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς».
Ας προσέξουμε όμως, να μην κοινωνούμε χωρίς βαθειά μετάνοια, συντριβή καρδιάς, καθαρή ζωή και πνευματική προετοιμασία, γιατί τότε η Θεία Κοινωνία όχι μόνο δεν συντελεί στην ένωσή μας με τον Χριστό, αλλά, αντίθετα, μας καταδικάζει και μας κατακαίει.
«Ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως», λέγει ο απόστολος Παύλος, «κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει». Γι’ αυτό «δοκιμαζέτω άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω».
Ας φυλάξουμε λοιπόν με προθυμία και επιμέλεια τις εντολές του Χριστού, και ας προσερχόμαστε με συναίσθηση και ακατάκριτη συνείδηση στα πανάγια μυστήριά Του, για να ενωθούμε μαζί Του· για να κληρονομήσουμε την αιώνια βασιλεία Του· για να μην υποστούμε στην παρούσα ζωή ο,τι λέει ο Τίμιος Πρόδρομος: «Ο απειθών τω Υιώ ουκ όψεται ζωήν, αλλ’ η οργή του Θεού μένει επ’ αυτόν».
Για να μην ακούσουμε στην άλλη ζωή τον φοβερό λόγο του Κυρίου: «Απέλθετε απ’ εμού… Ουκ οίδα υμάς!…». Για να δεχθούμε, τέλος, την πανευφρόσυνη πρόσκληση: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου».