Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Ταξιάρχη στο Μανταμάδο Μυτιλήνης

300

Γιορτή σήμερα 8 Νοεμβρίου: Η Ιερά Μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών βρίσκεται στην κωμόπολη Μανταμάδος στην Λέσβο (Μυτιλήνη).

Η ημερομηνία ίδρυσης της δεν μας είναι γνωστή. Μπορούμε όμως να υπολογίσουμε ότι το έτος που μπήκε ο θεμέλιος λίθος βρίσκεται εκατοντάδες χρόνια πίσω (περί τον 9ο αιώνα μ.Χ.). Πρόκειται για βυζαντινό μοναστήρι του οποίου η λειτουργία διακόπηκε μάλλον κατά την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους γύρω στα 1462 μ.Χ.

Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα μ.Χ. ζούσανε εδώ λιγοστοί μοναχοί έχοντας αφιερώσει την ζωή τους στην νηστεία και στην αδιάλειπτη προσευχή και δοξολογία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Η πληροφορία αυτή μας έρχεται από τους εκκλησιαστικούς κώδικες.

Η εικόνα του Ταξιάρχη Μιχαήλ είναι μοναδική σε ό, τι αφορά τον τρόπο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν.

H ζωντανή μας παράδοση την τοποθετεί στο 1000 με 1100 μ.Χ. την εποχή δηλαδή, που σ’ όλο το Αιγαίο κυριαρχούσαν και λεηλατούσαν τα παράλιά του οι Σαρακηνοί πειρατές. O ιερός αυτός χώρος ήταν ανδρικό Μοναστήρι προς τιμήν των Αρχαγγέλων.

O αρχιπειρατής Σιρχάν έμαθε ότι εκεί υπάρχει πολύς πλούτος και μια νύχτα, που οι μοναχοί βρισκόταν στον Ιερό Ναό συγκεντρωμένοι στη θεία τους λειτουργία, μπήκε αυτός και η συμμορία του με σχοινιά από τα τείχη και τους κατάσφαξαν.

Μέσα στο Ιερό Άγιο Βήμα του ναού, μαζί με τον λειτουργούντα ιερέα, βρισκόταν και ένα 17χρονο καλογεροπαίδι, ο δόκιμος Γαβριήλ, που βοηθούσε στα τελούμενα. Αυτός βλέποντας τη φοβερή σφαγή, κατόρθωσε να ξεγλιστρήσει από το παράθυρο του Αγίου Βήματος, να ανεβεί στη σκεπή και να κρυφτεί.

Αυτό το αντιλήφθηκαν οι πειρατές και αφού λεηλάτησαν το Ναό και όλο το Μοναστήρι, θέλησαν να πιάσουν και τον δόκιμο για να μην αφήσουν μάρτυρα, που θα ειδοποιούσε τυχόν, τους γύρω συνοικισμούς, οι κάτοικοι των οποίων θα τους έκλειναν το δρόμο προς την θάλασσα, και θα τους χτυπούσαν.

Έβαλαν λοιπόν σκάλες και ανέβηκαν στη στέγη για να τον πιάσουν. Αλλά, η στέγη μετατράπηκε σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα και στο μέσον, πανύψηλος και αγριωπός, με σπαθί στο χέρι που πετούσε αστραπές, ο Ταξιάρχης, έτοιμος να τους επιτεθεί.

Πανικόβλητοι οι πειρατές τράπηκαν σε άτακτη φυγή προς τη θάλασσα, αφήνοντας όλα τα κλοπιμαία μέσα στην αυλή του Μοναστηριού.

Την άλλη μέρα οι κάτοικοι των γύρω συνοικισμών με αρχηγό τους τον Αλέξη, τον άρχοντα του Στένακα, βρήκαν τους Σαρακηνούς πειρατές σφαγμένους με μια μαχαιριά, που άρχιζε από το μέτωπο και κατέληγε στον ομφαλό.

O δόκιμος μοναχός, που από θαύμα σώθηκε μόλις συνήλθε κατηφόρισε μέσα στο Ναό, για να παράσχει τις πρώτες βοήθειες στους συντρόφους του. Εκεί τους βρίσκει όλους σφαγμένους! Τότε του ήλθε μια θεία έμπνευση.

Να συγκεντρώσει το αίμα των σφαγμένων μοναχών, να το αναμείξει με χώμα, να φτιάξει πηλό και να ιστορήσει τη μορφή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, όπως την είδε πάνω στη σκεπή, κατά τη θαυμαστή παρουσία Του. Άρχισε να πλάθει την εικόνα του Ταξιάρχη ανάγλυφη, δίνοντας τη μορφή εκείνη που πάνω στη σκεπή ο ίδιος είδε.

Ήταν δε τόσο αφοσιωμένος στη προσπάθεια, να δώσει στον πηλό τη μορφή του Αρχαγγέλου ώστε, δεν πρόσεξε ότι ο πηλός τελείωνε! Έτσι τελείωσε το πρόσωπό του και το υπόλοιπο σώμα Του το έφτιαξε αναγκαστικά πολύ μικρό, δυσανάλογο και ασύμμετρο.

Στο μεταξύ, δυο πειρατές, που είχαν μείνει στην παραλία περιμένοντας τους συντρόφους τους, ανησύχησαν από την αργοπορία και ανηφόρισαν για να τους συναντήσουν. Όταν αντίκρισαν στο πλάτωμα το μακάβριο θέαμα, γύρισαν γρήγορα στα καράβια, οπού περίμενε με αγωνία ο αρχηγός τους, και του διηγήθηκαν την τραγωδία. Μόλις τ’ άκουσε εκείνος, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και ορκίστηκε εκδίκηση.

Τον επόμενο χρόνο έβαλε σ’ εφαρμογή το σχέδιο του για την κατάληψη του Στένακα. Μια νύχτα οι πειρατές αποβιβάστηκαν αθόρυβα στην παραλία και ετοιμάζονταν να επιτεθούν τα χαράματα στη μικρή πολιτεία, που κοιμόταν ανυποψίαστη. Αυτή την κρίσιμη ώρα επεμβαίνει και πάλι ο Ταξιάρχης.

Ο Στέφανος, ο γιος του άρχοντα Αλέξη, που μόλις είχε πέσει να κοιμηθεί, βλέπει μπροστά του τον αρχάγγελο. Ήταν πανώριος μες στην ολόχρυση πανοπλία του. Τα ξανθά μαλλιά του χύνονταν στους ώμους κι έδιναν στα κάτασπρα φτερά του χρυσή ανταύγεια. Στο δεξί χέρι κρατούσε πύρινη ρομφαία, ενώ τ’ αριστερό ήταν σηκωμένο με τεντωμένο το δείκτη. Χαμογέλασε στο νέο και με γλυκεία φωνή του είπε:

«Σήκω πάνω, Στέφανε. Πήγαινε γρήγορα με τον πατέρα σου να ετοιμάσετε την άμυνα της πόλης. Έρχονται οι Σαρακηνοί να σας αφανίσουν. Μη φοβηθείτε! Στο πλευρό σας θα είμαστε εγώ κι ο προστάτης σου Άγιος. Θα σας προστατεύουμε και θα σας καθοδηγούμε. Οι πειρατές έχουν αράξει στον όρμο, κάτω από την πόλη σας. Λίγοι απ’ αυτούς θ’ αναρριχηθούν στο κάστρο, για να εξουδετερώσουν το σκοπό της πύλης και ν’ ανοίξουν την καστρόπορτα. Θα σας επιτεθούν την ώρα που η νύχτα παλεύει με τη μέρα. Προσοχή στην πύλη»!

Τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως τα είπε ο Ταξιάρχης. Όταν οι κουρσάροι επιτέθηκαν, βρήκαν τους υπερασπιστές στις επάλξεις. Την ίδια ώρα ένα απόσπασμα με αρχηγό το Στέφανο, που είχε κατηφορίσει αθόρυβα στην παραλία, έβαζε φωτιά στα πειρατικά καράβια. Οι πειρατές είδαν τη φωτεινή ανταύγεια της φωτιάς και τα ‘χασαν.

Ο πανικός που ακολούθησε ήταν απερίγραπτος. Ενώ έτρεχαν προς τη θάλασσα, τους καταδίωκαν έφιπποι οι Στενακιώτες και τους αποδεκάτιζαν. Μια ομάδα με τον αρχιληστή κατάφερε να ξεφύγει, ακολουθώντας πορεία μέσα από το δάσος. Έπεσε όμως πάνω στο απόσπασμα που είχε πριν λίγο κάψει τα καράβια, και βρέθηκε κυκλωμένη. Σε λίγο κι αυτοί οι πειρατές, μαζί με τον αρχιληστή, είχαν εξολοθρευτεί.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Τῶν οὐρανίων στρατιῶν ἀρχιστράτηγε, δυσωποῦμέν σὲ ἀεὶ ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι ἵνα ταῖς σαῖς δεήσεσι τειχίσῃς ἡμᾶς σκέπῃ τῶν πτερύγων τῆς ἀΰλου σου δόξης, φρουρῶν ἡμᾶς προσπίπτοντας ἐκτενῶς καὶ βοῶντας· ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς ὡς Ταξιάρχης τῶν ἄνω Δυνάμεων.