Τα Ιερά Σαρανταλείτουργα
Το αξιοπρόσεκτο γεγονός που ακολουθεί σε ελαφρά διασκευή της γλώσσης το αναφέρει ο διακριτικότατος ασκητής Δανιήλ Κατουνακιώτης σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρον Μωραιτίδην.
Έχει δε ως εξής:
Ένας γνωστός του και ενάρετος οικογενιάρχης από την Σμύρνη, που τον έλεγαν Δημήτριο, αφού κατάλαβε το τέλος του κάλεσε τον υιόν του Γεώργιο, ο μόνος ευσεβής, διότι τα άλλα τρία του παιδιά και η γυναίκα του ζούσαν με κοσμικότητα, και του απεκάλυψε όσα ακολουθούν, και τα οποία ο υιός του ο πιστός φανέρωσε εις τον π. Δανιήλ.
Αφού ο πατέρας μου έφθασε εις το τέλος αυτής της ζωής και εγνώρισε την ημέρα του θανάτου του, εκείνην την ημέρα εκάλεσε ένα σεβάσμιο ιερέα, που τον έλεγαν Δημήτριον, άνθρωπον πολύ απλόν και ενάρετον, εις τον οποίον με πολλή ευλάβεια είπε·
«εγώ πνευματικέ μου πάτερ, σήμερα πεθαίνω, και παρακαλώ οδήγησέ με σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή τι οφείλω να πράξω;» ο δε ιερεύς γνωρίζοντας την θεάρεστον ζωήν του πατέρα μου και ότι ήταν σε όλα έτοιμος, διότι είχαν προηγηθή τα πραγματικά εφόδια, δηλαδή εξομολόγησις, ευχέλαιο, συχνές ιερές μεταλήψεις, επειδή ένεκα που διετέλεσε πολλές ημέρες άρρωστος μεταλάμβανε συνεχώς από τα άχραντα μυστήρια του Χριστού, τον υπέδειξε ένα ακόμη να κάμη·
«εάν ήταν εύκολο να δώσης εντολή να σού κάμουν μετά τον Θάνατό σου ένα τακτικόν 40λείτουργον στο όνομά σου, το οποίο να εκτέλεση κάποιος ιερεύς μακράν της πόλεως» εγώ δε αν και άπορος έδωσα ύποσχεσι, ότι με πολύ προθυμία θα εκτελέσω αυτό, αρκεί μόνον να λάβω την ευχή του, την οποία και επήρα.
Αυτά αφού άκουσε και ευχαριστηθείς ο πατέρας μου με προσκάλεσε με πολλή συγκίνησι και δάκρυα, και με παρεκάλεσε να τον κάμω μετά τον θάνατό του ένα 40λείτουργον.
Μετά από διάστημα δυό ωρών απέθανε ο αείμνηστος πατέρας μου και αμέσως προσκάλεσα τον ιερέα Δημήτριον, χωρίς να γνωρίζω ότι ο ίδιος είχε υποβάλλει το ζήτημα του 40λείτουργου εις τον πατέρα μου, και λέγω εις αυτόν.
Επειδή ο πατέρας μου μου έδωσε εντολή να τον κάμω ένα τακτικό 40λείτουργο έξω της πόλεως και επειδή η αιδεσιμότης σου ησυχάζεις εις τον έξω της πόλεως ναίσκο των Άγιων Αποστόλων, δι᾿ αυτό σε παρακαλώ να λάβης τον κόπον και να φροντίσης την εκτέλεσι αυτού και εγώ θα πληρώσω τον κόπον σου και τα σχετικά με τα έξοδα του ιερού Ναού.
Ο ιερεύς όταν άκουσε αυτά μου απάντησε με δάκρυα στα μάτια. Εγώ, αγαπητέ μου Γεώργιε, έχω δώσει σήμερα στον πατέρα σου την γνώμη αυτή, και οφείλω όσο ζω να τον μνημονεύω πάντοτε.
Εγώ δε γνωρίσας την πολλή ευλάβεια του ιερέως και την εκτίμησι την οποίαν είχε προς τον πατέρα μου επέμενα παρακαλώντας και έτσι τον έπεισα να δεχθή την πρότασί μου, και επήγε στο σπίτι του, προς την πρεσβυτέρα και τις κόρες του και λέγει προς αυτές «εγώ επειδή θα κάνω τακτικόν 40λείτουργον στο όνομα του καλού εκείνου ευεργέτου μου Δημητρίου, δι᾿ αυτό επί 40 ημέρες να μη με περιμένετε εδώ, διότι θα ησυχάζω συνέχεια εις τον ιερόν Ναόν των Αγίων Αποστόλων, για να εξακολουθώ τακτικώτατα το 40λείτουργο», και έτσι επήγε και άρχισε με ευλάβεια και προθυμία το 40λείτουργον.
Έγιναν 39 Θείες Λειτουργίες καλώς, την παραμονή δε της τελευταίας, Σάββατο βράδυ, ξαφνικά παρουσιάστηκε σφοδρός πονόδοντος στον ιερέα και αναγκάστηκε την νύκτα να έλθη με πόνους στο σπίτι του, και προσκάλεσε η πρεσβυτέρα τον κουρέα και του έβγαλε το σάπιο δόντι και έτσι έγλυτωσε από τους πόνους. Λόγω όμως που έτρεχε αίμα απεφάσισε να συμπλήρωση την τελευταία Θεία Λειτουργία την επομένη.
Ο Γεώργιος όμως μη γνωρίζοντας την πάθησι του ιερέως την παραμονήν εκείνη ετοίμασε, με δάνειο, το οφειλόμενον ποσόν, για τον κόπον του ιερέως με σκοπό να το επιδώση την επομένη. Κατά τα μεσάνυκτα όμως εκείνου του Σαββάτου, εσηκώθηκα να προσευχηθώ.
Προσευχόμενος δε με πολλή κατάνυξι και αφού κουράστηκα εκάθησα στο κρεββάτι και άρχισα να ενθυμούμαι τις αρετές του πατέρα μου και τις παρεκτροπές και παιδικές μου παρακοές που είχα κάνει κατά καιρούς, και συνάμα έλεγα στον εαυτό μου, άραγε ωφελεί το 40λείτουργον την ψυχήν του κεκοιμημένου η χάριν μικρής ανακουφίσεως η Εκκλησία του Χριστού αυτό έχει συστήσει;
Αυτά σκεπτόμενος με πόνο ψυχής και δάκρυα, και εκζητώντας το έλεος του Θεού, μου φάνηκε ότι κοιμήθηκα λίγο, και αμέσως βρέθηκα σε μια πεδιάδα ωραιότατη, της οποίας η ομορφιά ήταν απερίγραπτος, μη έχουσα σύγκρισι με τα ευχάριστα του κόσμου. Ενώ ευρισκόμουν εκεί μου επήλθε φόβος πολύς, που υπαγορευόταν από την συνείδησί μου, επειδή εγνώρισα τον εαυτό μου ακατάλληλον διά την εκεί απόλαυσι.
Καί ενώ διατελούσα κάτω από αυτήν την αμηχανία, με ήλθε θάρρος και είπα εις τον εαυτόν μου, μια και ο Πανάγαθος Θεός ηθέλησε να με φέρη εδώ ίσως η αγαθότητά Του με ελεήση και στην συνέχεια μετανοήσω, διότι όπως βλέπω ευρίσκομαι μαζί με το σώμα μου.
Αυτά συζητώντας με τον εαυτό μου και παρηγορηθείς, είδα μικρό φως διαυγέστατο, και αφού επήγα προς το μέρος εκείνο, είδα με ανέκφραστη έκπληξι την απερίγραπτη εκείνη ωραιότητα του απέραντου δάσους, που απόπνεε άρρητη ευωδία. Ω ποία μακαριότης αναμένει εκείνους που ζούν ενάρετα εις τον κόσμον;
Αναθεωρώντας δε με μεγάλη έκπληξι και χαρά την υπερκόσμια εκείνη ωραιότητα είδα ένα ωραιότατο παλάτι… όταν δε πλησίασα κοντά βλέπω με πολλή αγαλλίαση τον πατέρα μου Δημήτριον, λαμπροφόρο και γεμάτον όλο φως, ο οποίος εστέκετο μπροστά σε εκείνη την πόρτα του παλατιού, και αφού με ατένισε με πατρική στοργή και την γνωστή του επιείκεια και πραότητα, μου είπε:
«πως ήλθες εδώ παιδί μου;» εγώ δε τον απήντησα, «και εγώ, πατέρα μου, απορώ, διότι όπως βλέπω δεν είμαι άξιος διά τον τόπο. Αλλά πες μου, πατέρα μου, πως ευρίσκεσαι εδώ και σε ποιόν ανήκει το παλάτι αυτό;».
Εκείνος δε με πολλή φαιδρότητα μου είπε: «Η άκρα του Σωτήρος ημών αγαθότης διά πρεσβειών της Κυρίας ημών Θεοτόκου, εις την οποίαν είχα, όπως είναι γνωστόν, μεγίστην ευλάβειαν, με ηξίωσε να καταταχθώ εις το μέρος αυτό.
Εις αυτό δε το παλάτι ήθελον είσελθη σήμερον, αλλ᾿ επειδή ο οικοδόμος αυτού έβγαλε σήμερον το δόντι του και δεν ετελείωσαν αι 40ντα ημέραι της οικοδομής αυτού, δι᾿ αυτό αύριο θα εισέλθω».
Όταν είδα και άκουσα αυτά εγώ ο ελάχιστος εξύπνησα με έκπληξι και γεμάτος δάκρυα εθαύμαζα δι᾿ όλα όσα είδα. Όλη εκείνη την νύκτα έμεινα άυπνος ευχαριστών και δοξολογών τον Πανάγαθον Θεόν…
Την επόμενη ημέρα επήγα εις τον ιερέα Δημήτριον και τον ευρήκα να κάθεται, ο οποίος αφού με εδέχθηκε με χαρά μου είπε· «να και εγώ προ ολίγου εβγήκα από την λειτουργία, τελειώσας ευτυχώς το 40λείτουργον». Αυτό δε είπε διά να μη με λυπήση, διότι εμποδίστηκε μία ημέρα η λειτουργία, την οποίαν βέβαια ήθελε πρόσθεση την επομένη.
Τότε εγώ άρχισα να διηγούμαι εις τον ιερέα τα όσα είδα με λεπτομέρεια και πολλή συγκίνησι, και όταν έφθασα εις την εξαγωγή του δοντιού και ότι την επομένη θα τελειωθή η οικοδομή και θα εισέλθη ο πατέρας μου εις το παλάτι, τότε ο ιερεύς κατεληφθείς από θαυμασμό εβόησε· «εγώ, αγαπητέ μου Γεώργιε, είμαι ο οικοδόμος εκείνος»…
Αυτά ο πατήρ Δανιήλ τα εβεβαίωσε και από τον πατέρα Δημήτριον τον οποίον επεσκέφθη, ο οποίος π. Δημήτριος με παρεκάλεσε όπως γράψω ακριβώς την ωφελιμωτάτην αυτήν διήγησιν. Το γεγονός αυτό έλαβε χώραν αρχάς του 20ου αιώνος.
Άγιος Δανιήλ Κατουνακιώτης (Ιερομόναχος, 1846-1929)