Οι τελευταίες ημέρες και στιγμές της Θεοτόκου

1788

H Παναγία μας είχε προαισθανθεί το τέλος Της.

Είχε τόσο ταπεινή ιδέα για τον εαυτό της , ώστε πίστευε πως η ψυχή της θα κατακριθεί από τα εναέρια τελώνια!

Για αυτό το λόγο, δεκαπέντε μέρες πριν από το τέλος της έκανε ειδική νηστεία και προσευχή, για να περάσει ακατακρίτως τα τελώνια.

Τρεις μέρες πριν από την κοίμησή της , και ενώ προσευχόταν στο σπίτι της, την επισκέφτηκε ο αρχάγγελος Γαβριήλ: «Χαίρε Κεχαριτωμένη, (της είπε).

Σε τρεις μέρες θα φύγεις από τον κόσμο αυτό. Θα έρθει ο Υιός σου και θα παραλάβει την ψυχή σου» και της έδωσε έναν κλάδο από φοίνικα,σύμβολο ακηράτου ζωής και αθανασίας, όπως λέει ο Άγιος Πατριάρχης Γερμανός.

Η Γερόντισσα Μαρία, με τον φοίνικα στο χέρι, έτρεξε να προσευχηθεί στο ¨Όρος των Ελαιών, εκεί που πάντα προσευχόταν.

Γονάτισε και είπε στον Υιό της: « Κύριέ μου. Εγώ δεν είμαι άξια να έρθεις να παραλάβεις την ψυχή μου.

Όμως έρχεσαι, επειδή είσαι ελεήμων. Σε ικετεύω! Μην αφήσεις τα τελώνια να την βλάψουν!» Και άλλα πολλά είπε στην τελευταία της προσευχή.

Πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Τα δέντρα της έκαναν υπόκλιση, λες και την αποχαιρετούσαν!

Έφτασε στο σπίτι της,. Το σάρωσε, το ευπρέπισε, άναψε τα φώτα, ετοίμασε τα σάβανα, στόλισε το νεκροκρέβατο.

Ντύθηκε στα γιορτινά της. Κάλεσε τον ευαγγελιστή Ιωάννη, του ανήγγειλε την «μαύρη είδηση» και αυτός ξέσπασε σε θρήνους και οδυρμούς.

Το μαύρο μαντάτο διαδόθηκε αστραπιαία σε όλες τις γειτονιές. Έφτασε σε όλη την πόλη. Κατέφτασαν σπίτι της οι χήρες, τα ορφανά, οι φτωχοί, οι πονεμένοι. Έκλαγαν, και έλεγαν:

-Πώς θα ζήσουμε χωρίς εσένα: Θα μείνουμε ορφανοί!

-Ας γίνει το θέλημα του Υιού και Θεού μου, έλεγε η Παρθένος.

Πέθαινε η μάνα του Χριστού και οι μαθητές ήταν διασκορπισμένοι σε όλη τη γη. Σύννεφα τους άρπαξαν και τους έφεραν στα Ιεροσόλυμα, στο σπίτι της Παρθένου.

Μπήκαν στο σπίτι και με δέος την προσκύνησαν. Κάπως καθυστερημένα κατέφτασε και ο Παύλος.

Η μελλοθάνατη Μαρία, βλέποντας το χορό των Αποστόλων να καταφτάνει για χάρη της από τα πέρατα της γης, ύμνησε τον Κύριο: «μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριο…»

Ξάπλωσε στο νεκροκρέβατο. Παρά τη κεφαλή της στάθηκε ο Πέτρος, παρά τους πόδας ο Ιωάννης, γύρω-γύρω οι λοιποί απόστολοι, περιμένοντας εναγωνίως τον Υιό και Θεό της να παραλάβει την ψυχή της , όπως προείπε ο Γαβριήλ.

Και ο Κύριος ήρθε. Τον προσκύνησαν, τους ευλόγησε, και παρέλαβε την ψυχή της μάνας Του. Ήταν 15 Αυγούστου, ώρα 9π.μ.

Ο Κύριος ανέβαινε στους ουρανούς με την ψυχή της μάνας Του στα χέρια Του.

*Η Παναγία πρέπει να ήταν 75 χρονών όταν κοιμήθηκε. Όταν γέννησε τον Χριστό, ήταν 17 χρονών.

Από το βιβλίο «Χαίρε Κεχαριτωμένη», του Αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, εκδ. Θαβώρ, σ.105-108