Ήταν χρυσοχέρης και καλόψυχος ο Αντρέας.
Τεχνίτης υδραυλικός άριστος σε μια γειτονιά του Παλαιού Φαλήρου. Τον προτιμούσαν όλοι στη γειτονιά και με τις οικονομίες του κατάφερε να αγοράσει κι ένα διαμερισματάκι.
Όταν καθόταν το βραδάκι στη βεράντα του να ξαποστάσει απ’ τον κόπο της μέρας κι αγνάντευε τη θάλασσα πίνοντας το καφεδάκι του, αναγάλλιαζε η ψυχή του με την ωραία θέα της θάλασσας.
Θυμόταν τη μάνα του που ζούσε στο χωριό τους, στα παράλια της Κορινθίας, και πότε πότε της τηλεφωνούσε και την παρακαλούσε να ανέβει στην Αθήνα να μείνει μαζί του· μά εκείνη δεν ήθελε να ξεσπιτωθεί και να αφήσει την ησυχία της στο χωριό.
–Καλά ’μαι, γιόκα μου, εδώ. Μην ανησυχείς για μένα! Δεν μού λείπει τίποτε.
Ύστερα και σύ δε με ξεχνάς. Μού στέλνεις επιταγές κάθε τόσο, να ’σαι καλά. Μού τις φέρνει στο σπίτι ο ταχυδρόμος ο κυρ-Σπύρος. Τον θυμάσαι ασφαλώς. Προσεύχομαι να σε φυλάει ο Θεός και να σου δώσει και καλό ταίρι για να κάνεις καλή οικογένεια. Πρόσεχε πολύ, παιδί μου. Σε φιλώ με αγάπη.
–Ευχαριστώ, μάνα μου. Συνέχισε τις προσευχές σου. Τις χρειάζομαι πολύ. Ν’ ανάβεις και κανένα κεράκι στην εκκλησία του χωριού μας, στον άγιο Βλάση, για μένα.
Οι προσευχές της πιστής μάνας ακούστηκαν γρήγορα. Και σύντομα ο Αντρέας έκανε θρησκευτικό γάμο με την Ελένη, που από καιρό την είχε γνωρίσει σ’ ένα εργαστήριο όπου δούλεψε κι αυτός για ένα διάστημα. Του έκανε εντύπωση η σοβαρότητα και η ευγένειά της. Κι η μάνα του που την είδε νυφούλα τη γλυκοφιλούσε και καμάρωνε τον γιό της για την εκλογή του.
Στο δεύτερο χρόνο ένα χαριτωμένο αγοράκι γέμιζε άλλοτε με το κλάμα του κι άλλοτε αργότερα και με το γέλιο του το σπίτι και τις καρδιές του Αντρέα και της Ελένης. Στο χρόνο επάνω βάφτισαν το μωρό και του ’δωσαν το όνομα Παύλος, όνομα του μακαρίτη του πατέρα του Αντρέα.
. Η χαρά των γιαγιάδων ήταν απερίγραπτη. Οι παππούδες είχαν φύγει πρίν από πολύ καιρό από τη γη και παρακολουθούσαν τις χαρές των παιδιών τους από τον ουρανό. Η μάνα της Ελένης περίμενε να έρθει η σειρά της να της βγάλουν κι αυτηνής το όνομα με κανένα κορίτσι που θα αποκτούσαν. Και τα ήθελαν πολύ, όπως έλεγαν, τα παιδιά. Όσα θα τους έδινε ο Θεός.
Όλα πήγαιναν καλά. Ρόδινα. Σαν τα ανοιξιάτικα δειλινά του Σαρωνικού, που τα απολάμβαναν κάθε μέρα σχεδόν από τη βεράντα τους. Ξαφνικά όμως, λές και χτύπησε αστροπελέκι το σπίτι τους! Ενώ έτρωγαν ήσυχα ένα βράδυ, ο Αντρέας έπαθε συγκοπή καρδιάς και δεν μπόρεσε να σηκωθεί από το πάτωμα.
Η Ελένη έκανε προσπάθειες κλαίγοντας να τον σηκώσει, μά έμενε αναίσθητος. Η γυναίκα του τηλεφώνησε αμέσως στο Πρώτων Βοηθειών και ο γιατρός που ήρθε μαζί με το Συνεργείο διαπίστωσε ότι ο άντρας της ήταν νεκρός.
Ο πόνος και τα δάκρυα της Ελένης ήταν ασταμάτητα. Στην κηδεία το βουβό κλάμα της ράγιζε και πέτρες. Πλήθη συγγενών και γνωστών την συνόδευαν μέχρι τον τάφο. Όταν έβαλαν στον τάφο τον άντρα της φώναξε: «Αντρέα μου, δεν θα βάλω άλλον άντρα στη θέση σου»!
Και τον τήρησε τον λόγο της. Αφοσιώθηκε στο παιδί τους. Ώσπου να μεγαλώσει, το άφηνε στον Παιδικό Σταθμό και η ίδια ξενοδούλευε ως καθαρίστρια και έπαιρνε το μεσημέρι το παιδί της. Στο πρόσωπό του έβλεπε τον αγαπημένο άντρα της, που δεν τον ξεχνούσε ποτέ.
Καθώς μεγάλωνε ο Παύλος, οι δάσκαλοι και οι δασκάλες και αργότερα οι καθηγήτριες και οι καθηγητές της έδιναν πάντα συγχαρητήρια για τον γιό της. «Είναι άριστος σε όλα»! της έλεγαν με χαρά, «καί στα μαθήματα και στο ήθος. Να σας ζήσει! Να τον χαίρεστε!».
Περνούσε ο καιρός και πλησίαζαν οι μέρες των Πανελλήνιων Εξετάσεων. Ο Παύλος ήθελε να πετύχει στην Ιατρική και ετοιμαζόταν εντατικά.
Ένα μεσημέρι καθώς επέστρεφε η Ελένη κατάκοπη από ένα ξένο σπίτι στο σπίτι της και σκεφτόταν τον Παύλο της, βαδίζοντας στο πεζοδρόμιο, άκουσε έντονη μέσα της μια φωνή: «Ελένη, κοίταξε αριστερά!». Στο αριστερό πεζοδρόμιο ήταν ένας κάδος απορριμμάτων. Κοίταξε προς τα εκεί, και τι να δεί! Δίπλα στον κάδο σ’ ένα ανοιχτό σκουπιδοτενεκέ άστραφτε κάτι.
Πλησιάζει και βλέπει όρθια στο σκουπιδοτενεκέ μια ασημένια εικόνα της Παναγίας και άλλη μία των Ταξιαρχών. Τα ’χασε μια στιγμή. Σύντομα όμως συνήλθε. Ίσως να το έκαναν κάποιοι άθεοι η αιρετικοί η φανατικοί μουσουλμάνοι, σκέφτηκε. Ο Θεός να τους ελεήσει.
Έβαλε έπειτα προσεκτικά τις εικόνες σε μια σακούλα που είχε στην τσάντα της και βάζοντάς τες στην αγκαλιά της τις έφερε στο σπίτι της. Εκεί τις καθάρισε προσεκτικά και άναψε κερί και λιβάνι μπροστά τους. Και κάθε μέρα που έδινε Πανελλήνιες εξετάσεις ο Παύλος, διάβαζε την Παράκληση της Παναγίας εμπρός σ’ αυτή την ασημένια εικόνα.
Και παρακαλούσε με απλότητα και πίστη την Θεοτόκο να βοηθήσει τον Παύλο της να πετύχει στην Ιατρική, όπως ήθελε, αλλά στην Αθήνα. «Αν πετύχει σε άλλη πόλη, Παναγία μου», Της έλεγε, «δέν θα μπορέσω να τον σπουδάσω· το βλέπεις ότι είμαι φτωχιά. Και σείς, άγιοι Αρχάγγελοι, παρακαλώ σας», έλεγε σε κάθε της προσευχή, «προστατέψτε το παιδί μου από κάθε πειρασμό. Είχε κάνει τις δυό αυτές εικόνες καταφύγιο της καρδιάς της.
Και η θερμή προσευχή της χαροκαμένης μάνας εισακούστηκε. Η πιστή μάνα όμως δεν έπαυσε να προσεύχεται και όλα τα χρόνια των σπουδών του Παύλου της στην Ιατρική Σχολή των Αθηνών. Το ίδιο κι όταν έγινε καρδιολόγος. Και μαζί του δοξολογούν τον Θεό, την Υπεραγία Μητέρα του και τους αγίους Ταξιάρχες για τη μεγάλη ευλογία και προστασία τους.