Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα του Σαββάτου 1 Ιουνίου 2024
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 31 – 42
31 Έλεγεν ούν ο Ιησούς προς τους πεπιστευκότας αυτώ Ιουδαίους· Εάν υμείς μείνητε εν τώ λόγω τώ εμώ, αληθώς μαθηταί μού εστε, 32 και γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς.
33 απεκρίθησαν αυτώ· Σπέρμα Αβραάμ εσμεν και ουδενί δεδουλεύκαμεν πώποτε· πως σύ λέγεις ότι ελεύθεροι γενήσεσθε; 34 απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς· Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι πάς ο ποιών την αμαρτίαν δούλός εστι της αμαρτίας. 35 ο δε δούλος ου μένει εν τη οικία εις τον αιώνα· ο υιός μένει εις τον αιώνα.
36 εάν ούν ο υιός υμάς ελευθερώση όντως ελεύθεροι έσεσθε. 37 οίδα ότι σπέρμα Αβραάμ εστε· αλλά ζητείτέ με αποκτείναι, ότι ο λόγος ο εμός ου χωρεί εν υμίν. 38 εγώ ο εώρακα παρά τώ πατρί μου λαλώ· και υμείς ούν ο εωράκατε παρά τώ πατρί υμών ποιείτε. 39 Απεκρίθησαν και είπον αυτώ· Ο πατήρ ημών Αβραάμ εστι. λέγει αυτοίς ο Ιησούς· Ει τέκνα του Αβραάμ ήτε, τα έργα του Αβραάμ εποιείτε.
40 νύν δε ζητείτέ με αποκτείναι, άνθρωπον ός την αλήθειαν υμίν λελάληκα, ην ήκουσα παρά του Θεού· τούτο Αβραάμ ουκ εποίησεν. 41 υμείς ποιείτε τα έργα του πατρός υμών. είπον ούν αυτώ· Ημείς εκ πορνείας ου γεγεννήμεθα· ένα πατέρα έχομεν, τον Θεόν.
42 είπεν ούν αυτοίς ο Ιησούς· Ει ο Θεός πατήρ υμών ην, ηγαπάτε αν εμέ, εγώ γάρ εκ του Θεού εξήλθον και ήκω· ουδέ γάρ απ’ εμαυτού ελήλυθα, αλλ’ εκείνός με απέστειλε.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 31 – 42
31 Διά να καταστήση λοιπόν βαθυτέραν και στερεωτέραν την πίστιν των ο Ιησούς, έλεγε προς τους Ιουδαίους αυτούς, οι οποίοι είχον πιστεύσει εις αυτόν· Εάν σείς μείνετε στερεοί εις την διδασκαλίαν μου και συμμορφώσετε την συμπεριφοράν και την ζωήν σας προς αυτήν, είσθε πράγματι και αληθινοί μαθηταί μου.
32 Και καθ’ όσον θα ζήτε αυτά, που σας διδάσκω, θα μάθετε πειραματικώς την αλήθειαν και η αλήθεια θα σας ελευθερώση από την δουλείαν της αμαρτίας.
33 Απεκρίθησαν εις αυτόν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι υπό το κράτος της παραφοράς των ελησμόνησαν την δουλείαν της Αιγύπτου και της Βαβυλώνος, καθώς και τον ρωμαϊκόν ζυγόν· Είμεθα απόγονοι και κληρονόμοι του Αβραάμ, προωρισμένοι να κατακτήσωμεν ολόκληρον τον κόσμον και δεν εγίναμεν ποτέ έως τώρα δούλοι εις κανένα, αλλά μόνον κυβερνήτην και Κύριόν μας έχομεν τον Θεόν. Πως σύ λέγεις, ότι θα γίνετε ελεύθεροι;
34 Απεκρίθη εις αυτούς ο Ιησούς· Σας διαβεβαιώ κατηγορηματικώς, ότι καθένας, που συστηματικώς επιμένει να κάνη την αμαρτίαν και δεν μετανοεί διά να εγκολπωθή την αλήθειαν, είναι δούλος και αιχμάλωτος της αμαρτίας.
35 Ο δούλος δε δεν παραμένει ως κληρονόμος και παντοτεινός κάτοχος εις την οικίαν του κυρίου, διότι δεν έχει δικαιώματα εις αυτήν, και εκδιώκεται εκ ταύτης, όταν καταστή ανεπιθύμητος. Τουναντίον ο υιός, επειδή κληρονομεί όλα τα δικαιώματα του πατρός του, μένει παντοτεινά εις την οικίαν.
36 Εάν λοιπόν ο μονογενής Υιός του Θεού σας δώση την ελευθερίαν, τότε θα είσθε πράγματι ελεύθεροι και θα αποκτήσετε την αληθινήν ελευθερίαν της ψυχής. 37 Γνωρίζω, ότι κατά την σαρκικήν καταγωγήν είσθε απόγονοι του Αβραάμ. Παρά ταύτα όμως, επειδή δεν ομοιάζετε κατά την αρετήν προς τον Αβραάμ, δεν είσθε ελεύθερα τέκνα του, αλλ’ είσθε δούλοι της αμαρτίας. Και απόδειξις τούτου είναι, ότι ζητείτε να με φονεύσετε, μόνον και μόνον διότι ο λόγος μου και η διδασκαλία μου δεν εισχωρεί και δεν έχει τόπον μέσα σας.
38 Εγώ εκείνο, που έχω ίδει και έμαθα με πλήρη βεβαιότητα πλησίον του εν ουρανοίς Πατρός μου, αυτό και μόνον λέγω. Και σείς πάλιν εκείνο, που εμάθατε από τον πατέρα σας διάβολον, αυτό πράττετε. Πως είναι λοιπόν δυνατόν ο λόγος του Πατρός μου να εισχωρήση και να εύρη θέσιν μέσα σας;
39 Απεκρίθησαν και του είπαν· Ο πατήρ μας είναι ο Αβραάμ, και κανένας άλλος. Λέγει εις αυτούς ο Ιησούς· Εάν ήσασθε τέκνα του Αβραάμ, θα του ωμοιάζατε και εις την αρετήν και θα εκάνατε τα έργα του Αβραάμ. 40 Τώρα όμως σείς θέλετε να με θανατώσετε, άνθρωπον ο οποίος είπα εις σας την αλήθειαν. Ποίαν δε αλήθειαν; Αυτήν την οποίαν ήκουσα από τον Θεόν. Το έγκλημα αυτό δεν το έκαμεν ο Αβραάμ.
41 Σείς πράττετε τα έργα του πατρός σας, τον οποίον αποφεύγω να κατονομάσω. Κατόπιν λοιπόν της κατηγορίας ταύτης του Κυρίου, είπαν προς αυτόν οι Ιουδαίοι· Ημείς δεν έχομεν γεννηθή από αθέμιτον και πορνικήν επιμιξίαν με ειδωλολάτρας, ώστε να έχη νοθευθή η καταγωγή μας από τον Αβραάμ. Δεν ανήκομεν εις την οικογένειαν του σατανά, τους ειδωλολάτρας, αλλ’ ανήκομεν εις τον εκ του Αβραάμ καταγόμενον λαόν του Θεού. Ένα πατέρα έχομεν, τον Θεόν.
42 Εις απάντησιν λοιπόν της καυχησιολογίας των ταύτης είπε προς αυτούς ο Ιησούς· Εάν ο Θεός ήτο πατέρας σας, θα είχατε αγάπην και εις εμέ, διότι εγώ από τον Θεόν εβγήκα διά της ενανθρωπήσεώς μου και έχω έλθει μεταξύ σας. Ναί· είμαι εν μέσω υμών ως πρέσβυς αντιπροσωπεύων τον Θεόν· διότι και εις τον κόσμον, που ήλθα, δεν έχω έλθει από τον εαυτόν μου, αλλά με απέστειλεν εκείνος.