Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Τετάρτης 5 Ιουνίου 2024
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ϛ´ 5 – 14
5 επάρας ούν ο Ιησούς τους οφθαλμούς και θεασάμενος ότι πολύς όχλος έρχεται προς αυτόν, λέγει προς τον Φίλιππον· Πόθεν αγοράσωμεν άρτους ίνα φάγωσιν ούτοι;
6 τούτο δε έλεγε πειράζων αυτόν· αυτός γάρ ήδει τί έμελλε ποιείν. 7 απεκρίθη αυτώ ο Φίλιππος· Διακοσίων δηναρίων άρτοι ουκ αρκούσιν αυτοίς ίνα έκαστος αυτών βραχύ τι λάβη. 8 λέγει αυτώ είς εκ των μαθητών αυτού, Ανδρέας ο αδελφός Σίμωνος Πέτρου· 9 Έστι παιδάριον εν ώδε ός έχει πέντε άρτους κριθίνους και δύο οψάρια· αλλά ταύτα τί εστιν εις τοσούτους;
10 είπεν δε ο Ιησούς· Ποιήσατε τους ανθρώπους αναπεσείν· ην δε χόρτος πολύς εν τώ τόπω. ανέπεσον ούν οι άνδρες τον αριθμόν ωσεί πεντακισχίλιοι. 11 έλαβε δε τους άρτους ο Ιησούς και ευχαριστήσας διέδωκε τοις μαθηταίς, οι δε μαθηταί τοις ανακειμένοις· ομοίως και εκ των οψαρίων όσον ήθελον.
12 ως δε ενεπλήσθησαν, λέγει τοις μαθηταίς αυτού· Συναγάγετε τα περισσεύσαντα κλάσματα, ίνα μή τι απόληται. 13 συνήγαγον ούν και εγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων εκ των πέντε άρτων των κριθίνων ά επερίσσευσε τοις βεβρωκόσιν.
14 Οι ούν άνθρωποι, ιδόντες ο εποίησε σημείον ο Ιησούς, έλεγον ότι ούτός εστιν αληθώς ο προφήτης ο ερχόμενος εις τον κόσμον.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ϛ´ 5 – 14
5 Ενώ λοιπόν ήτο απησχολημένος και εδίδασκε τους μαθητάς του, εσήκωσεν ο Ιησούς τα μάτια του και όταν παρετήρησεν, ότι έρχεται προς αυτόν πολύς λαός, λέγει προς τον Φίλιππον, που κατήγετο από την περιφέρειαν εκείνην· Από ποίον μέρος και με τί χρήματα θα αγοράσωμεν ψωμιά, διά να φάγουν οι άνθρωποι αυτοί;
6 Έλεγε δε τούτο ο Κύριος δοκιμάζων την πίστιν του Φιλίππου, και όχι επειδή ευρίσκετο πραγματικώς εις απορίαν περί του τί να κάμη. Διότι ο Κύριος είχε λάβει πλέον τας άποφάσεις του και εγνώριζε τί έμελλε να κάμη. 7 Απεκρίθη εις αυτόν ο Φίλιππος· ψωμιά αξίας διακοσίων δηναρίων δεν φθάνουν εις αυτούς, όχι διά να χορτασθούν, αλλά διά να πάρη ο καθένας των ένα μικρό κομμάτι. 8 Λέγει εις αυτόν ένας από τους μαθητάς του, ο Ανδρέας ο αδελφός του Σίμωνος Πέτρου·
9 Υπάρχει εδώ κάποιος νέος, που έχει πέντε ψωμιά κρίθινα και δύο ψάρια. Αλλά τί είναι αυτά τα ολίγα διά τόσον πολύν λαόν; 10 Άλλ’ ο Ιησούς είπε τότε· Βάλετε τους ανθρώπους να καθήσουν κάτω. Ήτο δε την εποχήν εκείνην χόρτος πολύς φυτρωμένος εις τον τόπον. Εκάθησαν λοιπόν κάτω πρώτον οι άνδρες, των οποίων ο αριθμός έφθανε περίπου τας πέντε χιλιάδας.
11 Επήρε δε ο Ιησούς εις τας χείρας του τους άρτους και αφού ηυχαρίστησε τον Θεόν, ο οποίος μας παρέχει όλα τα αγαθά, διεμοίρασεν εις τους μαθητάς, οι δε μαθηταί διένειμαν τα κομμάτια εις τους ανθρώπους, που εκάθηντο· ομοίως εμοίρασαν και από τα ψάρια, όσον ήθελεν ο καθένας διά να χορτάση. 12 Αφού δε εχορτάσθησαν όλοι, λέγει ο Ιησούς εις τους μαθητάς του· Μαζεύσατε τα κομμάτια, που επερίσσευσαν, ώστε να μη χαθή τίποτε.
13 Εμάζευσαν λοιπόν και εγέμισαν δώδεκα κοφίνια με κομμάτια από τα πέντε κριθαρένια ψωμιά, τα οποία είχαν περισσεύσει εις εκείνους, που είχαν φάγει. 14 Οι άνθρωποι λοιπόν, όταν είδαν το θαύμα αύτό, που έκαμεν ο Ιησούς, έλεγαν ότι· Αυτός είναι πραγματικώς ο προφήτης, ο οποίος σύμφωνα με την εις το Δευτερονόμιον προφητείαν του Μωϋσέως πρόκειται να έλθη εις τον κόσμον.