Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Τετάρτης 29 Μαΐου 2024
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 14 – 30 – 14 Ήδη δε της εορτής μεσούσης ανέβη ο Ιησούς εις το ιερόν και εδίδασκε. 15 εθαύμαζον οι Ιουδαίοι λέγοντες· Πως ούτος γράμματα οίδε μη μεμαθηκώς;
16 απεκρίθη ούν αυτοίς ο Ιησούς και είπεν· Η εμή διδαχή ουκ έστιν εμή, αλλά του πέμψαντός με· 17 εάν τις θέλη το θέλημα αυτού ποιείν, γνώσεται περί της διδαχής, πότερον εκ του Θεού εστιν η εγώ απ’ εμαυτού λαλώ. 18 ο αφ’ εαυτού λαλών την δόξαν την ιδίαν ζητεί, ο δε ζητών την δόξαν του πέμψαντος αυτόν, ούτος αληθής εστιν, και αδικία εν αυτώ ουκ έστιν.
19 ου Μωϋσής δέδωκεν υμίν τον νόμον; και ουδείς εξ υμών ποιεί τον νόμον. τί με ζητείτε αποκτείναι; 20 απεκρίθη ο όχλος και είπε· Δαιμόνιον έχεις· τίς σε ζητεί αποκτείναι; 21 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτοίς· Εν έργον εποίησα, και πάντες θαυμάζετε διά τούτο 22 Μωϋσής δέδωκεν υμίν την περιτομήν, ουχ ότι εκ του Μωϋσέως εστίν, αλλ’ εκ των πατέρων, και εν σαββάτω περιτέμνετε άνθρωπον.
23 ει περιτομήν λαμβάνει άνθρωπος εν σαββάτω, ίνα μη λυθή ο νόμος Μωϋσέως, εμοί χολάτε ότι όλον άνθρωπον υγιή εποίησα εν σαββάτω! 24 μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε. 25 Έλεγον ούν τινες εκ των Ιεροσολυμιτών· Ουχ ούτός εστιν όν ζητούσιν αποκτείναι; 26 και ίδε παρρησία λαλεί, και ουδέν αυτώ λέγουσι. μήποτε αληθώς έγνωσαν οι άρχοντες ότι ούτός εστιν αληθώς ο Χριστός;
27 αλλά τούτον οίδαμεν πόθεν εστίν· ο δε Χριστός όταν έρχηται, ουδείς γινώσκει πόθεν εστίν. 28 έκραξεν ούν εν τώ ιερώ διδάσκων ο Ιησούς και λέγων· Καμέ οίδατε, και οίδατε πόθεν ειμί· και απ’ εμαυτού ουκ ελήλυθα, αλλ’ έστιν αληθινός ο πέμψας με, όν υμείς ουκ οίδατε· 29 εγώ οίδα αυτόν, ότι παρ’ αυτού ειμι κακείνός με απέστειλεν. 30 Εζήτουν ούν αυτόν πιάσαι, και ουδείς επέβαλεν επ’ αυτόν την χείρα, ότι ούπω εληλύθει η ώρα αυτού.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 14 – 30
14 Αλλ’ όταν πλέον η εορτή ήτο εις το μέσον και είχον περάσει αι τέσσαρες πρώται ημέραι της, ο Ιησούς ανέβη εις τον ιερόν περίβολον του ναού και εδίδασκεν εκεί δημοσία. 15 Και εξέφραζαν την απορίαν και έκπληξίν των οι Ιουδαίοι και έλεγαν· Πως αυτός γνωρίζει γράμματα, χωρίς να έχη φοιτήσει ως μαθητής εις ραββινικήν σχολήν;
16 Εις αυτούς λοιπόν, οι οποίοι απορούσαν, που έμαθε τα γράμματα, απεκρίθη ο Ιησούς και είπεν· Η διδασκαλία, την οποίαν διδάσκω, δεν είναι επινόησις ιδική μου, αλλ’ είναι διδασκαλία του Θεού, που με έστειλεν εις τον κόσμον, διά να την καταστήσω γνωστήν εις τους ανθρώπους. 17 Όποιος έχει πόθον και ειλικρινή διάθεσιν να πράττη το θέλημα του Θεού, θα γνωρίση αυτός εκ πείρας περί της διδασκαλίας μου, ποίον εκ των δύο είναι αληθές· προέρχεται δηλαδή αύτη εκ του Θεού η εγώ από τον εαυτόν μου και κατά επινοήσεις ίδικάς μου διδάσκω.
18 Εκείνος, που διδάσκει από τον εαυτόν του, διδασκαλίαν δηλαδή που επενόησε μόνος του, επιδιώκει να επιβάλη τον εαυτόν του εις τους άλλους ως διδάσκαλον και ζητεί την δόξαν την ιδικήν του· όποιος όμως ζητεί την δόξαν εκείνου, ο οποίος τον απέστειλεν, όπως είμαι εγώ, αυτός ομιλεί με ανιδιοτελή ελατήρια την αλήθειαν και δεν υπάρχει εις αυτόν καμμία παράβασις του νόμου και αμαρτία.
19 Σείς όμως με θεωρείτε παραβάτην του νόμου και δεν δέχεσθε την διδασκαλίαν μου. Αλλά πως είναι δυνατόν να δεχθήτε αυτήν, αφού απορρίπτετε και την διδασκαλίαν του Μωϋσέως, τον οποίον τόσον πολύ τιμάτε; Δεν σας έχει δώσει τον νόμον ο Μωϋσής; Και όμως κανείς από σας δεν φυλάττει τον νόμον. Πράγματι· εάν φυλάττετε τας εντολάς του νόμου, τότε διατί αντίθετα προς την έκτην εντολήν ζητείτε να με φονεύσετε;
20 Απεκρίθη ο πολύς λαός και είπεν· Είσαι δαιμονισμένος και το δαιμόνιον σου διετάραξε τας φρένας και σου δημιουργεί μελαγχολίαν και μανίαν καταδιώξεως, ώστε να νομίζης, ότι ζητούν να σε φονεύσουν. Ποίος ζητεί να σε φονεύση; 21 Απεκρίθη ο Ιησούς και τους είπεν· Ένα μόνον έργον έκαμα. Εθεράπευσα τον παράλυτον. Και όλοι εκυριεύθητε από ταραχήν και απορίαν, επειδή νομίζετε, ότι με αυτό κατελύθη η εντολή του Σαββάτου.
22 Αλλά διότι τοιαύτη είναι η αιτία της ταραχής σας, σας λέγω τα εξής: Σας έδωκεν ο Μωϋσής την περιτομήν, αφού γίνεται λόγος περί αυτής εις τον μωσαϊκόν νόμον. Λέγω δέ, ότι σας έδωκεν ο Μωϋσής την περιτομήν, όχι διότι η περιτομή ωρίσθη από τον Μωϋσήν και έλαβεν αρχήν από την νομοθεσίαν του, αλλ’ είναι αύτη παράδοσις εκ των παλαιών προγόνων μας. Και εάν τύχη να είναι Σάββατον η ογδόη ημέρα του βρέφους, κατά την οποίαν γίνεται η περιτομή του, δεν αναβάλλετε αυτήν διά την επομένην ημέραν, αλλά περιτέμνετε κατά το Σάββατον τον άνθρωπον.
23 Εάν λοιπόν θεωρήτε επιβεβλημένον να λαμβάνη περιτομήν ο άνθρωπος κατά το Σάββατον, διά να μη αθετηθή ο νόμος του Μωϋσέως, ο οποίος ορίζει να γίνεται η περιτομή κατά την ογδόην από της γεννήσεως ημέραν, πως θυμώνετε έναντίον μου, διότι ουχί μέλος τι του σώματος επεμελήθην, όπως γίνεται εν τη περιτομή, αλλ’ άνθρωπον ολόκληρον ιάτρευσα κατά την ημέραν του Σαββάτου, αποδώσας την υγείαν εις το παραλυμένον σώμα του και οδηγήσας την ψυχήν του διά της πίστεως εις τον δρόμον της σωτηρίας;
24 Μη δικάζετε και μη σχηματίζετε κρίσεις με επιπολαιότητα σύμφωνα με την εξωτερικήν όψιν και τα εξωτερικά φαινόμενα. Αλλά κρίνατε δίκαια. Κρίνατε την κρίσιν, που βγαίνει από αυτά τα πράγματα. Φαινομενικώς η θεραπεία του παραλύτου εν ημέρα Σαββάτου παρουσιάζεται ως παράβασις του νόμου. Πραγματικώς όμως είναι συμμόρφωσις προς το πνεύμα του νόμου, ο οποίος μας επιβάλλει να μη χάνωμεν καμμίαν ευκαιρίαν προς αγαθοεργίαν.
25 Ύστερα λοιπόν από αυτά, που είπεν ο Ιησούς, έλεγον μερικοί από τους Ιεροσολυμίτας. Δεν είναι αυτός, τον οποίον οι άρχοντες ζητούν να φονεύσουν; 26 Και όμως ιδού, ότι ομιλεί ελεύθερα και φανερά και δεν τον διακόπτει κανείς, ούτε του λέγουν τίποτε. Μήπως εις τα σωστά ανεγνώρισαν οι άρχοντες, ότι αυτός είναι πράγματι ο Χριστός;
27 Αλλά αυτός εδώ γνωρίζομεν από που είναι και από ποίους κατάγεται· ο Χριστός όμως, όταν θα έλθη, κανείς δεν ηξεύρει ούτε τον χρόνον της εμφανίσεώς του, αλλ’ ούτε και τον τρόπον με τον οποίον θα έλθη.
28 Κατόπιν λοιπόν της απιστίας και της θεληματικής τυφλώσεως, που εδείκνυον οι Ιουδαίοι, ύψωσεν ο Ιησούς την φωνήν του μέσα εις τον ιερόν περίβολον του ναού διδάσκων και λέγων· Και εμέ γνωρίζετε και ηξεύρετε από που είμαι. Αλλ’ η γνώσις σας αυτή περί εμού δεν είναι πλήρης. Σείς γνωρίζετε μόνον, ότι είμαι από την Ναζαρέτ. Και όμως δεν έχω έλθει από τον εαυτόν μου, όπως υποθέτετε σείς, αλλ’ η αποστολή μου είναι γνησία και αληθινή, διότι πραγματικός και αληθινός είναι ο Θεός, ο οποίος με έστειλε, τον οποίον σείς δεν ηξεύρετε.
29 Εγώ όμως τον γνωρίζω, διότι έχω γεννηθή από αυτόν και έχω ως Θεός την αυτήν φύσιν και ουσίαν με αυτόν. Αλλ’ επί πλέον αυτός με απέστειλεν εις τον κόσμον και δι’ αύτό με βλέπετε μεταξύ σας ως όμοιόν σας άνθρωπον.
30 Ένεκα λοιπόν των διακηρύξεων και αξιώσεων αυτών του Ιησού επεδίωκον οι Ιουδαίοι να τον συλλάβουν, και όμως κανείς δεν έβαλεν επάνω του χέρι, διότι δεν είχεν έλθει ακόμη ο υπό της θείας Προνοίας ωρισμένος καιρός και η προκαθορισμένη ώρα, κατά την οποίαν θα υφίστατο τον σταυρικόν του θάνατον.