Το Ευαγγέλιο της Πέμπτης 13 Ιουνίου 2024

2255

Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Πέμπτης 13 Ιουνίου 2024

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 36 – 53

36 Ταύτα δε αυτών λαλούντων αυτός ο Ιησούς έστη εν μέσω αυτών και λέγει αυτοίς· Ειρήνη υμίν. 37 πτοηθέντες δε και έμφοβοι γενόμενοι εδόκουν πνεύμα θεωρείν. 38 και είπεν αυτοίς· Τί τεταραγμένοι εστέ, και διατί διαλογισμοί αναβαίνουσιν εν ταις καρδίαις υμών; 39 ίδετε τας χείράς μου και τους πόδας μου, ότι αυτός εγώ ειμι· ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα σάρκα και οστέα ουκ έχει καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα. 40 και τούτο ειπών επέδειξεν αυτοίς τας χείρας και τους πόδας.

41 έτι δε απιστούντων αυτών από της χαράς και θαυμαζόντων είπεν αυτοίς· Έχετέ τι βρώσιμον ενθάδε; 42 οι δε επέδωκαν αυτώ ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου, 43 και λαβών ενώπιον αυτών έφαγεν. 44 είπε δε αυτοίς· Ούτοι οι λόγοι ούς ελάλησα προς υμάς έτι ών σύν υμίν, ότι δεί πληρωθήναι πάντα τα γεγραμμένα εν τώ νόμω Μωϋσέως και προφήταις και ψαλμοίς περί εμού. 45 τότε διήνοιξεν αυτών τον νούν του συνιέναι τας γραφάς, 46 και είπεν αυτοίς ότι Ούτω γέγραπται και ούτως έδει παθείν τον Χριστόν και αναστήναι εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα,

47 και κηρυχθήναι επί τώ ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη, αρξάμενον από Ιερουσαλήμ. 48 υμείς δέ εστε μάρτυρες τούτων. 49 και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ’ υμάς· υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ού ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους. 50 Εξήγαγε δε αυτούς έξω έως εις Βηθανίαν, και επάρας τας χείρας αυτού ευλόγησεν αυτούς.

51 και εγένετο εν τώ ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν. 52 και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης, 53 και ήσαν διά παντός εν τώ ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν. Αμήν.

Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 36 – 53

36 Ενώ δε αυτοί διηγούντο αυτά, αίφνης αυτός ο Ιησούς εστάθη εν μέσω αυτών και λέγει εις αυτούς· Είθε να είναι εις σας ειρήνη· ειρήνη μετά του Θεού και μεταξύ σας· ειρήνη και εις το εσωτερικόν σας. 37 Η αιφνίδια όμως εμφάνισις του Κυρίου τους κατετάραξε. Και καταληφθέντες από φόβον ενόμιζαν, ότι έβλεπαν ψυχήν αποθαμένου, που ήλθεν από τον Άδην, χωρίς να έχη και σώμα. 38 Και είπεν ο Κύριος εις αυτούς· Διατί είσθε ταραγμένοι; Και διατί διαλογισμοί αμφιβολίας περί του αν πράγματι είμαι ο αναστάς Διδάσκαλός σας, γεννώνται εις τας διανοίας σας;

39 Ίδετε τας χείρας μου και τους πόδας μου, ότι φέρουν τα σημάδια των καρφιών και βεβαιωθήτε, ότι είμαι ο σταυρωθείς Διδάσκαλός σας. Ψηλαφήσατέ με διά των χειρών σας και βεβαιωθήτε, ότι δεν είμαι άσαρκον πνεύμα. Διότι η ψυχή και το φάντασμα του πεθαμένου δεν έχει σώμα και οστά, καθώς βλέπετε και πείθεσθε, ότι έχω εγώ. 40 Και αφού είπε τούτο, έδειξεν εις αυτούς τας χείρας και τους πόδας. 41 Επειδή δε αυτοί ηπίστουν ακόμη λόγω της χαράς των νομίζοντες, ότι έβλεπον όνειρον, και επειδή εθαύμαζον διά τα πρωτοφανή ταύτα και ανέλπιστα, τους είπεν ο Κύριος· Έχετε εδώ τίποτε φαγώσιμον διά να φάγω και διά να πεισθήτε έτσι ακόμη περισσότερον, ότι δεν είμαι πνεύμα; 42 Αυτοί δε του έδωκαν ένα τεμάχιον από ψάρι ψημένον και ολίγην κηρήθραν.

43 Και αφού τα επήρεν, έφαγεν εμπρός των, όχι διότι είχε ανάγκην συντηρήσεως το σώμα του, αλλ’ έπραξε τούτο διά να βεβαιώση αυτούς, ότι όντως ανέστη. 44 Είπε δε προς αυτούς· Αυτά τα γεγονότα, που βλέπετε και σας προκαλούν τον θαυμασμόν, είναι η πραγματοποίησις των λόγων, που σας είπα προφητικώς, όταν ακόμη ήμην μαζί σας ζών, προτού να σταυρωθώ. Σας έλεγα δηλαδή, ότι σύμφωνα προς το προκαθωρισμένον σχέδιον του Θεού πρέπει να πληρωθούν και να πραγματοποιηθούν όλα, όσα έχουν γραφή περί εμού εις τον νόμον του Μωϋσέως και εις τους προφήτας και εις τους ψαλμούς. 45 Τότε τους μετέδωκε θείον φωτισμόν και τους ήνοιξε τον νούν διά να εννοούν τας Γραφάς.

46 Και αφού ανέπτυξεν εις αυτούς τας κυριωτέρας προφητείας, τους είπεν, ότι έτσι έχει γραφή προφητικώς εις τας Γραφάς, και έτσι έπρεπε σύμφωνα με τας προφητείας αυτάς να πάθη ο Χριστός και να αναστηθή την τρίτην από του θανάτου του ημέραν, 47 και σύμφωνα με όσα εδιδάχθητε και εμάθετε διά το όνομά μου ως του μόνου Σωτήρος και λυτρωτού των ανθρώπων να κηρυχθή μετάνοια και άφεσις αμαρτίων εις όλα τα Έθνη, να αρχίση δε το κήρυγμα τούτο από την Ιερουσαλήμ. 48 Σείς δε είσθε μάρτυρες όλων αυτών, δηλαδή του κηρύγματός μου, του βίου μου, του πάθους μου και της αναστάσεώς μου. Και με την μαρτυρίαν, την οποίαν θα κάνετε περί εμού, θα συντελεσθή το μέγα τούτο έργον του κηρύγματος μετανοίας και αφέσεως αμαρτίων εις όλα τα έθνη.

49 Σας υπόσχομαι δε και εγώ να σας βοηθήσω αποτελεσματικώς εις το έργον αυτό. Ιδού εγώ, που από τώρα είμαι και ως άνθρωπος ο βασιλεύς του κόσμου και η κεφαλή της Εκκλησίας, αποστέλλω εκ του ουρανού επάνω σας την επαγγελίαν, την οποίαν ο Πατήρ υπεσχέθη, δηλαδή το Πνεύμα το Άγιον, περί του οποίου οι προφήται προανήγγειλαν, ότι θα δοθή εις πάσαν σάρκα. Σείς δε καθίσατε εις την πόλιν Ιερουσαλήμ και μη απομακρυνθήτε εξ αυτής, έως ότου φορέσετε ως πνευματικόν ένδυμα δύναμιν και ενίσχυσιν, που θα σας έλθη εξ ουρανού διά της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος.

50 Όταν δε ετελείωσε τας διδασκαλίας ταύτας, τους έβγαλε έξω από τα Ιεροσόλυμα, έως που επλησίασαν προς την Βηθανίαν. Και αφού ύψωσε τας χείρας του τους ηυλόγησε. 51 Και συνέβη, ενώ αυτός τους ηυλόγει, εχωρίσθη και απεμακρύνθη από αυτούς και εφέρετο προς τα επάνω, προς τον ουρανόν. 52 Και αυτοί, αφού τον προσεκύνησαν, επέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ με χαράν μεγάλην διά την ένδοξον ανύψωσιν του διδασκάλου και διά την επαγγελίαν του Αγίου Πνεύματος, περί της οποίας τους εβεβαίωσε. 53 Και ήσαν πάντοτε, κατά τας ώρας της προσευχής και λατρείας, εις το ιερόν, υμνούντες και δοξολογούντες τον Θεόν. Αμήν.